Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

"Ο ΣΦΥΓΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΌΡΟΥΣ"




Ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιεροθέος,Προλόγισε χτές την έκδοση τρίτομου έργου, του γνωστού απο πολλές πνευματικές προσεγγίσεις του στο χώρο του Αγίου Ορους , πατρός Μωϋσή. Παρ όλες τις αντιξοότητες ( κακός καιρός, απεργία των ΜΜΜ ), η ζεστή και φιλόξενη αίθουσα του Παρνασού ήταν γεμάτη απο κόσμο, που αγαπά το Ορος και τους "τρελλαμένους" απο Θείο Ερωτα ασκητές του.
 Ο Μητροπολίτης άνοιξε τη παρουσιάση,  με αναφορά σε προσωπικές του αναμνήσεις. Ο Λόγος Του ,απλός, ευαφομοίωτος,λυρικός, να ¨δροσίζει¨  τον ακροατή , με ζωντανές και ξεκούραστες εικόνες,και αναφορές  στον ξεχωριστόν αυτόν χώρο-φυτώριο Αγίων.  Την ομιλία αντιγράφω απ το πάντα ενήμερο portal Romfaia.gr.

Λέει ο Σεβασμιώτατος, 

Έ­χω γρά­ψει πολ­λές φο­ρές σε βι­βλί­α και έ­χω μι­λή­σει σε διά­φο­ρα α­κρο­α­τή­ρια για το Ά­γιον Ό­ρος και την ζω­ή του, α­πό την α­να­το­λή έ­ως την δύ­ση. Σε μια ο­μι­λί­α μου και συ­ζή­τη­ση που έ­γι­νε σε ορ­θο­δό­ξους φοι­τη­τές και ε­πι­στή­μο­νες στην Δα­μα­σκό της Συ­ρί­ας και κρά­τη­σε πε­ρί­που μια ο­λό­κλη­ρη μέ­ρα (9 ώ­ρες) στο τέ­λος κά­ποιος α­ρα­βό­φω­νος ορ­θό­δο­ξος εί­πε με δυ­να­τή φω­νή: «Μάς μέ­θυ­σες α­πό το κρα­σί του Α­γί­ου Ό­ρους».

Πράγ­μα­τι, το Ά­γιον Ό­ρος δια­θέ­τει έ­να δυ­να­τό κρα­σί, ά­κρα­τον οί­νον, α­νέ­δει­ξε μο­να­χούς που ή­ταν με­θυ­σμέ­νοι α­πό την νη­φά­λια μέ­θη και γι’ αυ­τό ως με­θυ­σμέ­νος μπο­ρεί κα­νείς να γρά­ψη, να μιλήση και να α­κού­ση για το Ά­γιον Ό­ρος.

Σε έ­να άλ­λο τρι­ή­με­ρο σε­μι­νά­ριο στην Τα­κό­μα του Σιάτλ της Α­με­ρι­κής ά­κου­σαν για τρεις η­μέ­ρες πε­ρί­που 200-300 προ­σή­λυ­τοι στην Ορ­θο­δο­ξί­α για την δι­δα­σκα­λί­α του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά με εν­δια­φέ­ρον, προ­σευ­χή και κα­τά­νυ­ξη, σε συ­σχε­τι­σμό με την σύγχρο­νη ζω­ή του Α­γί­ου Ό­ρους και εί­παν ό­τι ο­σφράν­θη­καν την α­τμό­σφαι­ρα Α­γί­ου Ό­ρους.

Πα­ντού ο λό­γος πε­ρί του Α­γί­ου Ό­ρους προ­κα­λεί εν­δια­φέ­ρον και προ­σευ­χή.
Η συγ­γρα­φή του τρί­το­μου έρ­γου του π. Μω­ϋ­σή με τίτ­λο «Μέ­γα Γε­ρο­ντι­κό Ε­να­ρέ­των Α­γιο­ρει­τών Του Ει­κο­στού Αι­ώ­νος» μου δί­νει την ευ­και­ρί­α για μια α­κό­μη φο­ρά να εκ­φρά­σω την α­γά­πη μου για το Ά­γιον Ό­ρος που γνώ­ρι­σα και την ση­μα­σί­α του για την Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α γε­νι­κό­τε­ρα, αλ­λά και την αν­θρω­πό­τη­τα, για­τί πα­ρου­σιά­ζει έ­ναν τρό­πο ζω­ής που εί­ναι δυ­σεύ­ρε­τος.

Για να κα­τα­λά­βη κα­νείς το Ά­γιον Ό­ρος χρειά­ζε­ται να το προ­σεγ­γί­ση με τα μά­τια της καρ­δι­άς, με τον έ­σω άν­θρω­πο, την ορ­μή του πνεύ­μα­τος, για­τί το φώς του εί­ναι τό­σο δυ­να­τό που τυ­φλώ­νει τον άρ­ρω­στο ο­φθαλ­μό και η α­κο­ή τό­σο ι­σχυ­ρή που σπά­ζει τα τύ­μπα­να, τα ο­ποί­α εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­να να α­κού­νε συμ­βα­τι­κές φω­νές.

1. Η προ­σω­πι­κή μου προ­σέγ­γι­ση του Α­γί­ου Ό­ρους

Ά­κου­γα γε­νι­κά για το Ά­γιον Ό­ρος α­πό την μι­κρή μου παι­δι­κή η­λι­κί­α, α­φού ο πα­τέ­ρας μου πριν πα­ντρευ­τή εί­χε ι­σχυ­ρά ε­πι­θυ­μί­α να μο­νά­ση στο Ά­γιον Ό­ρος και έ­κτο­τε ζού­σε συ­νε­χώς με την α­να­φο­ρά του σε αυ­τό. Διά­βα­ζε βι­βλί­α που ε­ξέ­φρα­ζαν το Ά­γιον Ό­ρος και την α­γιο­ρεί­τι­κη ζω­ή και μας με­γά­λω­σε με α­για­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες και ι­στο­ρί­ες α­σκη­τών. Α­πό μι­κρός γνώ­ρι­σα έ­ναν α­γιο­ρεί­τη Μο­να­χό που μό­να­ζε στα Ζα­γο­ρο­χώ­ρια, τον π. Ι­ά­κω­βο Βο­λο­δή­μο, που μου μί­λη­σε πρώ­τη φο­ρά για την ευ­χή.

Την δε­κα­ε­τί­α του ’­60 γνώ­ρι­σα προ­σω­πι­κά το Ά­γιον Ό­ρος. Η προ­ε­τοι­μα­σί­α μου έ­γι­νε στο Πα­νε­πι­στή­μιο με την ε­κμά­θη­ση της πα­λαιο­γρα­φί­ας, δη­λα­δή δι­δά­χθη­κα να δια­βά­ζω τους κώ­δι­κες με τα βι­βλι­κά και πα­τε­ρι­κά κείμενα.

Μέ αυ­τό το κί­νη­τρο ε­ξω­τε­ρι­κά, αλ­λά και με την καρ­δια­κή μου α­να­ζή­τη­ση πλη­σί­α­σα το Ά­γιον Ό­ρος για να με­λε­τή­σω μα­ζί με ο­μά­δα συμ­φοι­τη­τών μου και Κα­θη­γη­τών στις Βι­βλιο­θή­κες των Μο­νών του Α­γί­ου Ό­ρους, μό­λις εί­χε γιορ­τα­σθή η χι­λε­τη­ρί­δα του (1963), και τό­τε υ­πήρ­χαν κο­σμι­κοί άν­θρω­ποι που πε­ρι­έ­γρα­φαν τις γιορ­τές ε­κεί­νες ως τον ε­πι­θα­νά­τιο ρόγ­χο του.
Ό­μως το Ά­γιον Ό­ρος δεν πε­θαί­νει εύ­κο­λα, για­τί δια­θέ­τει άλ­λους ρυθ­μούς, και τό­τε που φαί­νε­ται ό­τι τε­λει­ώ­νει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τε­λειού­ται, α­να­σταί­νε­ται και ζω­ο­γο­νεί­ται.

Πλη­σί­α­σα το Ά­γιον Ό­ρος έ­να πρω­ϊ­νό –βα­θύ όρ­θρο– του Ι­ου­νί­ου του έ­τους 1966. Τα μά­τια του σώ­μα­τος μου μα­γεύ­ο­νταν α­πό το καταπληκτικό το­πί­ο που έ­βλε­παν και τα μά­τια της καρ­δι­άς μου προ­σπα­θού­σαν να συλ­λά­βουν αυ­τό που δεν φαι­νό­ταν ε­ξω­τε­ρι­κά, να αι­σθαν­θούν τον τό­πο του μυ­στη­ρί­ου εκ­στα­τι­κά.
Ξε­κί­νη­σα α­πό τις βι­βλιο­θή­κες των Ι­ε­ρών Μο­νών, σε συν­δυ­α­σμό με τις α­γιο­ρεί­τι­κες α­κο­λου­θί­ες, που μου φαί­νο­νταν σaν μια νε­κρο­α­να­στά­σι­μη ζω­ή κου­βέ­ντια­ζα με τους μο­να­χούς και κα­τα­λά­βαι­να ό­τι εί­χαν άλ­λο ή­θος και χρη­σι­μο­ποιού­σαν άλ­λη γλώσ­σα ά­κου­γα τις συ­νο­μι­λί­ες τους, που εί­χαν μια ι­διαί­τε­ρη χά­ρη και α­να­φέ­ρο­νταν σε άλ­λα ζη­τή­μα­τα έ­βλε­πα έ­ναν κό­σμο που ερ­χό­ταν α­πό πα­λαιά και ε­ξέ­φρα­ζε μια άλ­λη πα­ρά­δο­ση πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή α­πό τον στο­χα­στι­κή-α­κα­δη­μα­ϊ­κή νο­ο­τρο­πί­α και την η­θι­κί­στι­κη γνώ­ση που συ­να­ντού­σα έ­ως τό­τε έ­βλε­πα μια νε­κρο­α­να­στά­σι­μη πο­λι­τεί­α.
Σάν να ξυ­πνού­σα α­πό έ­ναν ύ­πνο και έ­βλε­πα άλ­λους αν­θρώ­πους, που έρ­χο­νταν α­πό κά­ποιο άλ­λον πλα­νή­τη, με άλ­λα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, άλ­λη νο­ο­τρο­πί­α, άλ­λη βιο­τή.

Α­πό τις βι­βλιο­θή­κες και τους κώ­δι­κες, πέ­ρα­σα στην ζω­ή των κοι­νο­βια­κών και ι­διορ­ρύθ­μων Μο­νών –πού τώ­ρα ε­ξέ­λει­παν α­νοί­χτη­κα στην σκη­τι­ώ­τι­κη ζω­ή και την έ­ρη­μο περ­πά­τη­σα ώ­ρες ο­λό­κλη­ρες μέ­σα στα ή­συ­χα και α­για­σμέ­να μο­νο­πά­τια του Α­γί­ου Ό­ρους, που συν­δέ­ουν ό­λες τις Ι­ε­ρές Μο­νές πέ­ρα­σα α­πό α­πό­το­μους, κρη­μνώ­δεις βρά­χους γνώ­ρι­σα σο­φούς και α­πλούς μο­να­χούς, λο­γά­δες και σι­ω­πη­λούς, κα­τά Χρι­στόν σα­λούς, α­νυ­πό­δυ­τους και μο­νο­χί­τω­νες, αλ­λά και σο­φούς και ευ­παι­δεύ­τους, που στέ­κο­νταν θαυ­μά­σια σε κο­σμι­κά α­κρο­α­τή­ρια εί­δα μά­τια έ­ντο­να και δι­εισ­δυ­τι­κά, α­γνά, ή­ρε­μα, γλυ­κά, αλ­λά και με­ρι­κά πο­νη­ρά που α­πο­τε­λού­σαν την πα­ρα­φω­νί­α του Ό­ρους μοι­ρά­στη­κα το φα­γη­τό και το πο­τό τους, αλ­λά και τον γλυ­κύ­τα­το λό­γο τους ά­κου­γα λό­γους για τον θά­να­το και την ζω­ή α­γά­πη­σα την νύ­κτα και τον όρ­θρο, τις α­γρυ­πνί­ες με το παι­χνι­διά­ρι­κο ψάλ­σι­μο προ­σευ­χή­θη­κα στα μο­νο­πά­τια και κά­τω α­πό τα δέν­δρα, στους βρά­χους και τις σπη­λι­ές ξα­γρύ­πνη­σα σε ο­λο­νύ­κτι­ες α­κο­λου­θί­ες, αλ­λά και σε μι­κρά εκ­κλη­σά­κια, και μά­λι­στα στις α­πλω­τα­ρι­ές, σε κα­λο­και­ρι­νές ο­λό­φεγ­γες βρα­δυ­ές.
Το κυ­ρι­ό­τε­ρο εί­ναι ό­τι στις ε­πα­νει­λημ­μέ­νες ε­πι­σκέ­ψεις μου ά­κου­σα την μυ­στι­κή κραυ­γή του Α­γί­ου Ό­ρους, τον ε­σω­τε­ρι­κό κτύ­πο της καρ­δι­άς του, τον ρυθ­μό της ε­σω­τε­ρι­κής μυ­στι­κής ζω­ής του.

Εί­δα το Ά­γιον Ό­ρος ως έ­ναν ζω­ντα­νό άν­θρω­πο, που έ­χει πνευ­μό­νια με τα ο­ποί­α α­να­πνέ­ει το ο­ξυ­γό­νο της αι­ω­νι­ό­τη­τας στό­μα για να κραυ­γά­ζη α­κα­τά­παυ­στα και να βρυ­χά­ται α­πό πεί­να και δί­ψα για Θεό καρ­διά που έ­χει τον ρυθ­μό της ε­σω­τε­ρι­κής νο­ε­ράς προ­σευ­χής, μέ­σα α­πό την ο­ποί­α βγαί­νει μια δυ­να­τή φω­νή με την ε­πέν­δυ­ση της σι­ω­πής σώ­μα πο­λυ­όμ­μα­το, σaν τα Χε­ρου­βείμ, που βλέ­πουν μα­κρυά.

Ό­λα αυ­τά αν και φαί­νο­νται α­ντί­θε­τα με­τα­ξύ τους, εν τού­τοις εί­ναι αρ­μο­νι­σμέ­να.
Σε ό­λες τις με­τέ­πει­τα ε­πι­σκέ­ψεις μου, στις δε­κα­τί­ες του '­60, '­70, '­80, εί­χα κέ­ντρο την Νέ­α Σκή­τη, μια ευ­λο­γη­μέ­νη α­πό κά­θε πλευ­ρά πε­ριο­χή, μέ­νο­ντας στο κα­λύ­βι του Αρ­χι­μαν­δρί­του Σπυ­ρί­δω­νος (Ξέ­νου), που τον εί­χα Δι­ευ­θυ­ντή στο οι­κο­τρο­φεί­ο του Α­γρι­νί­ου, κα­τά τα μαθητικά μου χρό­νια, μια ι­σχυ­ρή φυ­σιο­γνω­μί­α, που ε­ξέ­φρα­ζε την αρ­ρε­νω­πό­τη­τα των α­γιο­ρει­τών Πα­τέ­ρων, με τον αυ­θόρ­μη­το, δι­εισ­δυ­τι­κό, ε­λε­γκτι­κό λό­γο, αλ­λά και την μη­τρι­κή καρ­διά, ό­ταν χρεια­ζό­ταν. Α­πό την Νέ­α Σκή­τη, ό­που α­σκού­νταν ευ­λο­γη­μέ­νοι Πα­τέ­ρες και δια­τη­ρώ συ­γκι­νη­τι­κές α­να­μνή­σεις στην καρ­διά μου, ως πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό, ξα­νοι­γό­μουν, ως σε ορ­μη­τή­ριο πνεύ­μα­τος, στην έ­ρη­μο του Α­γί­ου Ό­ρους.
Στο Ά­γιον Ό­ρος γνώ­ρι­σα έ­ναν άλ­λον κό­σμο, μια άλ­λη Ή­πει­ρο, γύ­ρι­σα στο πα­ρελ­θόν και αι­σθα­νό­μουν το μέλ­λον, εί­δα πώς πε­ρί­που ζού­σε ο Α­δάμ προ της πτώ­σε­ως, πώς θρη­νού­σε με­τά την έ­ξο­δο α­πό τον Πα­ρά­δει­σο, πώς ζού­σε μέ­σα στον ά­δη και πώς ζή τώ­ρα στον Πα­ρά­δει­σο. Γνώ­ρι­σα πολ­λούς α­γιο­ρεί­τες που ζού­σαν ό­λες τις φά­σεις της α­δα­μι­κής ζω­ής, δη­λα­δή της προ­πτω­τι­κής, της με­τα­πτω­τι­κής, και της ε­σχα­το­λο­γι­κής. Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι σε σμι­κρο­γρα­φί­α ο­λό­κλη­ρη η πνευ­μα­τι­κή αυ­το­βιο­γρα­φί­α της αν­θρω­πό­τη­τας, με τις πτώ­σεις και τις α­να­στά­σεις, την κοι­νω­νι­κό­τη­τα και την α­ναρ­χί­α, την η­θι­κή και την α­σκη­τι­κή, την λο­γι­κή και την υ­περ­λο­γι­κή, τον βί­ο και την ζω­ή.

2. Ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς για το Ά­γιον Ό­ρος

Α­πό φοι­τη­τής α­σχο­λή­θη­κα ι­διαί­τε­ρα με τον βί­ο και την δι­δα­σκα­λί­α του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά και σε αυ­τό ο­φεί­λω με­γά­λη ευ­γνω­μο­σύ­νη στον μα­κα­ρι­στό Κα­θη­γη­τή μου Πα­να­γι­ώ­τη Χρή­στου και τους τό­τε συ­νερ­γά­τες του, για­τί μας ά­νοι­ξαν τα μά­τια σε αυ­τή την δι­δα­σκα­λί­α που εί­ναι η καρ­διά της ορ­θό­δο­ξης θε­ο­λο­γί­ας, αλ­λά και του Α­γί­ου Ό­ρους, αλλά και μας συνέδεσαν με το Αγιώνυμο Όρος.

Στις πε­ρί­φη­μες τριά­δες του, το γνω­στό­τε­ρο έρ­γο του πε­ρί των ι­ε­ρώς η­συ­χα­ζό­ντων, υ­πάρ­χει και μια θαυ­μά­σια α­να­φο­ρά για το Ά­γιον Ό­ρος. Α­να­φε­ρό­με­νος ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς στον ό­σιο και ο­μο­λο­γη­τή Νι­κη­φό­ρο γρά­φει: «Βί­ον αι­ρεί­ται και α­κρι­βέ­στε­ρον, δη­λα­δή τον μο­νή­ρη, τό­πον δε προς κα­τοι­κί­αν τον της α­γι­ω­σύ­νης ε­πώ­νυ­μον, εν με­θο­ρί­ω κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων (Ά­θως ού­τός ε­στιν, η της α­ρε­τής ε­στί­α), εν­διαι­τά­σθαι προ­θυ­μη­θείς».

Α­πό το χω­ρί­ο αυ­τό και τα ό­σα προ­η­γού­νται και έ­πο­νται μπο­ρού­με να σχο­λιά­σου­με δύ­ο ση­μεί­α.

Το πρώ­τον ό­τι ο Ά­θως εί­ναι το ε­πώ­νυ­μο της α­γι­ω­σύ­νης, δη­λα­δή το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι ο α­για­σμέ­νος τό­πος, α­φού εί­ναι το με­θό­ριον με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, η ε­στί­α της α­ρε­τής. Εί­ναι ε­πώ­νυ­μος της α­γι­ό­τη­τος, για­τί ε­κεί κα­τοι­κούν μο­να­χοί που α­γιά­ζο­νται. Άλ­λω­στε, γνω­ρί­ζου­με α­πό την ορ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α ό­τι η Χά­ρη του Θε­ού α­πό την ψυ­χή δια­πορθ­μεύ­ε­ται στο σώ­μα και α­πό ε­κεί σε ο­λό­κλη­ρη την κτί­ση. Τα πά­ντα α­γιά­ζο­νται α­πό την Χά­ρη του Θε­ού δια του α­για­σμέ­νου αν­θρώ­που.

Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι έ­νας τό­πος με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, α­φού σε αυ­τό μέ­νουν ε­πί­γειοι άγ­γε­λοι και ου­ρά­νιοι άν­θρω­ποι.
Εί­ναι με­τα­ξύ του κό­σμου και του Πα­ρα­δεί­σου, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι ο προ­θά­λα­μος, ο πρό­να­ος της θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, που τε­λεί­ται στον ου­ρα­νό, ό­πως την πε­ρι­γρά­φει το βι­βλί­ο της Α­πο­κα­λύ­ψε­ως του Ευ­αγ­γε­λι­στού Ι­ω­άν­νου. Εί­ναι ε­στί­α των α­ρε­τών, για­τί ε­κεί ε­ξα­σκεί­ται η πρα­κτι­κή φι­λο­σο­φί­α, η ά­σκη­ση με την νη­στεί­α, την α­γρυ­πνί­α και την προ­σευ­χή, που εί­ναι η ε­πί­βα­ση της θε­ω­ρί­ας.

Το δεύ­τε­ρον εί­ναι ό­τι στο χω­ρί­ο αυ­τό του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά και σε ό­λη αυ­τήν την ε­νό­τη­τα κα­τα­γρά­φε­ται σα­φέ­στα­τα η δια­φο­ρά της θε­ο­λο­γί­ας και του τρό­που ζω­ής με­τα­ξύ του ο­σί­ου Νι­κη­φό­ρου και του δυ­τι­κό­φρο­νος Βαρ­λα­άμ.

Ο Νι­κη­φό­ρος ήλ­κε το γέ­νος «εξ Ι­τα­λών», κα­τέρ­ρι­ψε την κα­κο­δο­ξί­α τους και προ­σε­χώ­ρη­σε στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α, η ο­ποί­α ορ­θο­το­μεί τον λό­γο της α­λη­θεί­ας.

Πή­γε στο Ά­γιον Ό­ρος, υ­πο­τά­χθη­κε στους ε­γκρί­τους των Πα­τέ­ρων, δεί­χνο­ντας για πο­λύ χρό­νο την τα­πεί­νω­σή του, προ­σέ­λα­βε α­πό ε­κεί­νους την τέ­χνη της ει­ρή­νης, δη­λα­δή την πεί­ρα της η­συ­χί­ας, και έ­γι­νε αρ­χη­γός αυ­τών που α­γω­νί­ζο­νται με τον κό­σμο της δια­νοί­ας, δη­λα­δή τους λο­γι­σμούς και τις φα­ντα­σί­ες, και πα­λεύ­ουν με τα πνευ­μα­τι­κά της πο­νη­ρί­ας, ο­πό­τε έ­γι­νε δι­δά­σκα­λος των μο­να­χών στην η­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση.

Ε­πει­δή έ­βλε­πε ό­τι πολ­λοί αρ­χά­ριοι δεν μπο­ρού­σαν να συ­γκρα­τή­σουν ού­τε με­τρί­ως την α­στά­θεια του νού τους, ο ό­σιος Νι­κη­φό­ρος πρό­τει­νε τον τρό­πο με τον ο­ποί­ον ή­ταν δυ­να­τόν να συ­στεί­λουν με­τρί­ως «τό πο­λυ­πό­ρευ­τον και φα­ντα­σι­ώ­δες» του νού.
Σε άλ­λο ση­μεί­ο ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς, α­να­φε­ρό­με­νος στον ό­σιο Νι­κη­φό­ρο, γρά­φει ό­τι για πο­λύ και­ρό πέ­ρα­σε «εν η­ρε­μί­α και η­συ­χί­α», έ­πει­τα ει­σήλ­θε στα ε­ρη­μι­κό­τε­ρα μέ­ρη του Α­γί­ου Ό­ρους, και α­φού συ­γκέ­ντρω­σε διά­φο­ρα πα­τε­ρι­κά χω­ρί­α «τήν νη­πτι­κήν η­μίν αυ­τών πα­ρέ­δω­κεν πρά­ξιν».

Α­πό τις α­να­φο­ρές αυ­τές του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μά φαί­νε­ται η μέ­θο­δος της ευ­σε­βεί­ας και της η­συ­χα­στι­κής ζω­ής. Προ­η­γεί­ται η υ­πα­κο­ή στους πε­πει­ρα­μέ­νους Πα­τέ­ρας, μέ­σα σε ζω­ή υ­πα­κο­ής, η­συ­χί­ας και η­ρε­μί­ας, και α­κο­λου­θεί η πα­ρα­λα­βή της τέ­χνης της ει­ρή­νης των λο­γι­σμών. Μέ την ει­δι­κή αυ­τή τέ­χνη της νο­ε­ράς η­συ­χί­ας οι μο­να­χοί συ­στέλ­λουν τον νού α­πό τις φα­ντα­σί­ες και την διά­χυ­σή του στο πε­ρι­βάλ­λον, και με τον τρό­πο αυ­τόν νι­κούν τα πνεύ­μα­τα της πο­νη­ρί­ας και λαμ­βά­νουν το στε­φά­νι της νί­κης.

Α­ντί­θε­τα, ο φι­λό­σο­φος Βαρ­λα­άμ, ε­νώ ήλ­θε και ε­κεί­νος α­πό την Ι­τα­λί­α, εν τού­τοις κρά­τη­σε την «κα­κο­δο­ξί­α».

Και «ο φι­λό­σο­φος ού­τος την ε­αυ­τού φα­ντα­σι­ώ­δη πο­λύ­νοιαν ε­πα­φή­κεν, οί­όν τι πύρ, τώ κω­λύ­ο­ντι κα­θά­περ ύ­λη χρη­σά­με­νον» ε­να­ντί­ον του Νι­κη­φό­ρου και της δι­δα­σκα­λί­ας του. Δεν σε­βά­σθη­κε την ο­μο­λο­γί­α του και την ε­ξο­ρί­α του, δεν σε­βά­σθη­κε ε­κεί­νους που εκ­παι­δεύ­θη­καν α­πό αυ­τόν στα θεί­α, δια των ο­ποί­ων ο Θε­ός στό­λι­σε και συ­νε­κρό­τη­σε την Εκ­κλη­σί­α Του.

Έ­τσι, ε­νώ ο ό­σιος Νι­κη­φό­ρος α­κο­λού­θη­σε την η­συ­χα­στι­κή μέ­θο­δο, ο φι­λό­σο­φος Βαρ­λα­άμ στη­ρί­χθη­κε στην φι­λο­σο­φί­α και τον φα­ντα­σι­ώ­δη νού ε­νώ ο Νι­κη­φό­ρος υ­πο­τά­χθη­κε στους Πα­τέ­ρας, πα­ρα­λαμ­βά­νει την τέ­χνη της η­συ­χί­ας και γεν­νά λα­μπρούς μα­θη­τάς, ο Βαρ­λα­άμ προ­σβάλ­λει και α­τι­μά­ζει τα συγ­γράμμα­τα των α­γί­ων και την μέ­θο­δο με την ο­ποί­α ο άν­θρω­πος α­πο­κτά την γνώ­ση του Θε­ού. Δύ­ο κό­σμοι διά­φο­ροι με­τα­ξύ τους, ο έ­νας κό­σμος εί­ναι της ορ­θό­δο­ξης ζω­ής, ο άλ­λος κό­σμος εί­ναι της ζω­ής της στο­χα­στι­κής και σχο­λα­στι­κής.
Ο π. Μω­ϋ­σής στο τρί­το­μο έρ­γο του πε­ρι­γρά­φει τους α­γιο­ρεί­τες Πα­τέ­ρες του ει­κο­στού αι­ώ­νος, οι ο­ποί­οι α­κο­λού­θη­σαν την ζω­ή και την μέ­θο­δο του ο­σί­ου Νι­κη­φό­ρου και ό­χι του Βαρ­λα­άμ. Και αυ­τό εί­ναι ση­μα­ντι­κό για­τί αυ­τήν την δια­φο­ρά με­τα­ξύ των δύ­ο αυ­τών αν­θρώ­πων την συ­να­ντά­με και σή­με­ρα στην εκ­κλη­σια­στι­κή μας ζω­ή. Υ­πάρ­χουν μο­να­χοί και λα­ϊ­κοί που α­γα­πούν την ορ­θό­δο­ξη η­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση και άλ­λοι που α­κο­λου­θούν την βαρ­λα­α­μι­κή πα­ρά­δο­ση, η ο­ποί­α εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η σύγ­χρο­νη λε­γό­με­νη με­τα­πα­τε­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α.

Γι’ αυ­τό το έρ­γο του π. Μω­ϋ­σή εί­ναι ση­μα­ντι­κό, α­φού μας δεί­χνει το Ά­γιο Ό­ρος ως το με­θό­ριο με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, ως ε­στί­α της α­ρε­τής και ως το ε­πώ­νυ­μο της α­γι­ό­τη­τος, που συ­νε­χί­ζει την πα­ρά­δο­ση των με­γά­λων α­σκη­τών της Εκ­κλη­σί­ας.

3. Το Ά­γιον Ό­ρος με τα μά­τια του π. Μω­ϋ­σή

Τόν π. Μω­ϋ­σή τον γνώ­ρι­σα στο Ά­γιον Ό­ρος, στην Μο­νή της Σί­μω­νος Πέ­τρας. Ε­κεί­νος μου εί­πε ό­τι με συ­νά­ντη­σε για πρώ­τη φο­ρά στο κα­ρά­βι που πη­γαί­να­με στο Ά­γιον Ό­ρος ε­γώ ή­μουν Κλη­ρι­κός και ε­κεί­νος λα­ϊ­κός. Δεν θυ­μά­μαι αυ­τήν την σκη­νή ού­τε και τον π. Μω­ϋ­σή.
Ό­μως ή­μουν στην Ι­ε­ρά Μο­νή Σι­μω­νό­πε­τρας το έ­τος 1979, ό­ταν την ε­πι­σκέ­φθη­κε ο π. Πα­ΐ­σιος για να μι­λή­ση με τους μο­να­χούς. Την ε­πο­χή ε­κεί­νη α­να­ζη­τού­σα τον π. Πα­ΐ­σιο για να συ­ζη­τή­σω μα­ζί του κά­ποιο θέ­μα και τον βρή­κα στην Ι­ε­ρά Μο­νή του ο­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου.

Α­νέ­βη­κα μα­ζί του στην Σι­μω­νό­πε­τρα και ε­πει­δή δεν μπο­ρού­σε να με δη ε­κεί, με προ­σέ­λα­βε στην συ­νο­δεί­α του, βα­δί­ζο­ντας πε­ρί­που τέσ­σε­ρεις ώ­ρες για να πά­με στο Κελ­λί του, την Πα­να­γού­δα, και να μι­λή­σου­με ε­κεί, ό­που και δια­νυ­κτέ­ρευ­σα και α­ξι­ώ­θη­κα να γί­νω αυ­τή­κο­ος μάρ­τυ­ρας του τρό­που της νυ­κτε­ρι­νής προ­σευ­χής του.

Στην Σι­μω­νό­πε­τρα, λοι­πόν, ά­κου­σα την δι­ή­γη­ση του π. Πα­ϊ­σί­ου για τον πει­ρα­σμι­κό νυ­κτε­ρι­νό ε­πι­σκέ­πτη, το «τα­γκα­λά­κι» που ε­νό­χλη­σε τον π. Πα­ΐ­σιο, που κοι­μό­ταν δί­πλα α­πό το κελ­λί του π. Μω­ϋ­σή.

Έ­κτο­τε ο π. Μω­ϋ­σής εί­χε πολ­λούς πει­ρα­σμούς και ό­λους τους α­ντι­με­τω­πί­ζει με θάρ­ρος, υ­πο­μο­νή, σι­ω­πή, η­συ­χί­α και προ­σευ­χή. Μι­λά και γρά­φει μέ­σα α­πό πό­νο και χα­ρά, με ποί­η­ση και λό­γο, με ε­πι­χει­ρή­μα­τα σο­βα­ρά και α­πο­φα­τι­κά, πά­ντως, ό­μως, μέ­σα α­πό την μυ­στι­κή α­κρό­α­ση του ε­σω­τε­ρι­κού σφυγ­μού του Α­γί­ου Ό­ρους. Α­ξι­ώ­θη­κε και αυ­τός να γνω­ρί­ση τον κτύ­πο της καρ­δι­άς του Α­γί­ου Ό­ρους, την μυ­στι­κή και α­πόρ­ρη­τη α­γρυ­πνί­α του, το δυ­να­τό του κρα­σί.

Δεν πα­ρα­μέ­νει στο ε­ξω­τε­ρι­κό πε­ρί­βλη­μα, που μπο­ρεί να εί­ναι σaν το σκλη­ρό κα­ρύ­δι, αλ­λά ει­σέρ­χε­ται φι­λάν­θρω­πα στην ψύ­χα, τον καρ­πό, που τρώ­γε­ται ευ­χά­ρι­στα, θερ­μαί­νει και ζω­ο­γο­νεί.

Ο λό­γος του εί­ναι ποι­η­τι­κός και εκ­φα­ντι­κός, βγαλ­μέ­νος μέ­σα α­πό τον δι­κό του πό­νο, την μυ­στι­κή του προ­σευ­χή, τον α­λά­λη­το στε­ναγ­μό, την α­να­ζή­τη­ση την καρ­δια­κή, την α­γω­νί­α και την η­συ­χί­α του νο­σο­κο­μεί­ου, το άγ­γιγ­μα του θα­νά­του και την βί­ω­ση της α­να­στά­σι­μης ζω­ής, την δεύ­τε­ρη ζω­ή που του χά­ρι­σε ο Θε­ός με την συ­νέρ­γεια των για­τρών, αλ­λά και την άλ­λη ζω­ή της αι­ω­νί­ου α­παρ­χή.

Εί­ναι μια μαρ­τυ­ρί­α ζω­ντα­νή και ευ­ερ­γε­τι­κή. Θαυ­μά­ζω την δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του, την κι­νη­τι­κό­τη­τά του, τον λό­γο του και την μαρ­τυ­ρί­α του, τα πε­τάγ­μα­τα και την ι­σορ­ρο­πί­α του, την αρ­ρε­νω­πό­τη­τα και την μη­τρι­κό­τη­τά του. Έ­τσι ε­ξη­γεί­ται και η συγ­γρα­φή, που την ε­κλαμ­βά­νει ως ευ­λο­γί­α θε­ϊ­κή.

Στο τρί­το­μο αυ­τό έρ­γο μου ά­ρε­σαν πολ­λές εκ­φρά­σεις και χα­ρα­κτη­ρι­σμοί που δί­νει σε διά­φο­ρους α­γιο­ρεί­τας που βιο­γρα­φεί. Πα­ρα­θέ­τω με­ρι­κούς α­πό αυ­τούς: 

«Ε­ξα­σκών την νο­ε­ράν ερ­γα­σί­αν και ε­σθί­ων της θεί­ας α­γά­πης το μέ­λι, γε­νό­με­νος και εις άλ­λους ω­φέ­λι­μος».

 «Η προ­σευ­χή τον α­νέ­βα­ζε σε θεί­ες θε­ω­ρί­ες». 

«Ι­ε­ρός βλα­στός και ευ­ώ­δης αν­θός… την ευ­ω­δί­α του ευ­φράν­θη­σαν πολ­λοί». 

«Δό­θη­κε με­τά δα­κρύ­ων στην φί­λη προ­σευ­χή». «Υ­πέ­τα­ξε τον α­ντάρ­τη νού, την δέ­σποι­να κοι­λί­α και α­πέ­κτη­σε χρη­στο­ή­θεια» 

«Γέ­ρα­σε μό­νος και δεν εί­χε κα­μιά βο­ή­θεια». «Ήλ­θε στο Ά­γιον Ό­ρος στην πε­ρι­βό­τη­τη Χερ­σό­νη­σο των α­γί­ων.

Η τρι­ε­τής φοί­τη­σή του στο α­θω­νι­κό φρο­ντι­στή­ριο της ο­σι­ό­τη­τος… του έ­δω­σε ι­σχυ­ρή δύ­να­μη, για ν’ αρ­χί­σει ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κό έρ­γο» «Τίς α­σθέ­νει­ες του σώ­μα­τος θε­ω­ρού­σε υ­γεί­α της ψυ­χής και πη­γή τα­πει­νώ­σε­ως» «Έ­να σπά­νιο ευ­ώ­δες άν­θος του Πε­ρι­βο­λιού της Πα­να­γί­ας.
 Ε­πί 70 έ­τη μού­ντζω­νε την κο­σμι­κή μα­ται­ό­τη­τα, κά­θε αν­θρώ­πι­νη πα­ρη­γο­ριά» «Ά­δο­λος, α­πλός, ευ­θύς, πρά­ος, υ­πά­κου­ος, α­κτή­μων, σπά­νιος α­γω­νι­στής, ευ­λα­βέ­στα­τος, ει­λι­κρι­νής, α­πο­νή­ρευ­τος» «Ε­κού­σια και α­κού­σιος πεί­να, φτώ­χεια, στέ­ρη­ση, κα­κου­χί­α, και τα­λαι­πω­ρί­α. Πυ­κνές α­σθέ­νει­ες και πολ­λοί πει­ρα­σμοί τον κού­ρα­σαν αλ­λά δεν τον α­πο­γο­ή­τευ­σαν.

Τα δε­χό­ταν ό­λα ως α­πό Θε­ού» «Υ­πήρ­ξε α­σκη­τι­κός και βια­στής στην κα­λο­γη­ρι­κή του». «Οι έν­θε­ες α­ρε­τές στό­λι­ζαν την α­γνή του καρ­διά…. Το νού του εί­χε μό­νι­μα στραμ­μέ­νο στα ου­ρά­νια. Εί­χε χά­ρη το προ­σω­πό του. Γα­λή­νευ­ε κα­νείς μό­νο που τον έ­βλε­πε. Εί­χε παι­δι­κή ψυ­χή, α­πλό­τη­τα, α­κα­κί­α, α­γα­θό­τητ­τα. Την α­ρε­τή του την έ­κρυ­βε ε­πι­στα­μέ­νως. «Ζεί α­πλά, λι­τά, κα­λο­γε­ρι­κά, α­να­πτύσ­σο­ντας την α­ρε­τή της φι­λο­ξε­νί­ας». «Έ­ως της κοι­μή­σε­ώς του δια­τή­ρη­σε α­κμαί­α τη φι­λο­θε­ΐ­α, τη φι­λα­γι­ό­τη­τα, το φι­λά­ρε­το, το φι­λά­δελ­φο, φι­λά­ρε­το και φι­λο­α­θω­νι­κό πνεύ­μα».

Πρίν τε­λει­ώ­σω αυ­τήν την σύ­ντο­μη ει­σή­γη­σή μου δεν μπο­ρώ να α­γνο­ή­σω την ά­πο­ψη του π. Μω­ϋ­σή για το Ά­γιον Ό­ρος, ό­πως την δια­τύ­πω­σε με ποι­η­τι­κό τρό­πο.

«Κα­ρά­βι που τα­ξι­δεύ­ει το Ά­γιον Ό­ρος με κα­τάρ­τι τον Ά­θω­να, ση­μαί­α την Με­τα­μόρ­φω­ση κι ά­γκυ­ρα την Πα­να­γί­α, στ’ α­μπά­ρια κου­βα­λά­ει νά­μα, μέ­λι, κε­ρί και λι­βά­νι για τους πει­να­σμέ­νους του νάρ­θη­κα, για τους λα­βω­μέ­νους των στα­σι­δι­ών».

Κα­ρά­βι εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος σaν την Εκ­κλη­σί­α –ναύς– που πλέ­ει μέ­σα στην νε­κρά θά­λασ­σα του βί­ου τού­του, για να α­πο­βι­βά­ση τους ε­πι­βά­τες του στο εύ­διο λι­μά­νι, την θε­ω­ρί­α του Θε­ού. Αυ­τό το ζω­ντα­νό και ζω­η­φό­ρο κα­ρά­βι δέ­χε­ται πολ­λούς πει­ρα­σμούς, α­πό πει­ρα­τές και δια­φό­ρους ε­σμούς, α­πό κύ­μα­τα και ο­νει­δι­σμούς, βρά­χια και πά­θια και ό­μως αυ­τό πο­ρεύ­ε­ται για να ελ­λι­με­νι­σθή στον προ­ο­ρι­σμό του, στο πέ­ρας του μυ­στη­ρί­ου.

Κα­τάρ­τι του εί­ναι ο πε­ρι­ώ­νυ­μος Ά­θως, τον ο­ποί­ο στο­λί­ζει το α­γιο­ρεί­τι­κο Θα­βώρ, που κρύ­βει με­τα­μορ­φω­μέ­νους α­γιο­ρεί­τας, φα­νε­ρούς και α­φα­νείς, γνω­στούς και α­γνώ­στους, θε­α­τούς και α­θε­ά­τους, εν­δε­δυ­μέ­νους και γυ­μνούς.

Ά­γκυ­ρα εί­ναι η Πα­να­γιά, η ά­γκυ­ρα της πί­στε­ως και της ελ­πί­δας, τα μη­τρό­θε­α σπλά­χνα που α­γκα­λιά­ζουν ό­λον τον κό­σμο, που πα­ρα­μέ­νει σι­ω­πη­λή και εύ­λα­λη μη­τέ­ρα, η ο­ποί­α α­γα­πά ό­λους τους αν­θρώ­πους, ι­διαι­τέ­ρως ό­σους γί­νο­νται πνευ­μα­τι­κές μη­τέ­ρες του Υι­ού της.

Στά α­μπά­ρια του αυ­τό το ευ­λο­γη­μέ­νο κα­ρά­βι, ως πο­λύ­τι­μους θη­σαυ­ρούς δεν κου­βα­λά­ει α­πλώς τους καρ­πούς της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, της α­γιο­γρα­φί­ας, της πα­λαιο­γρα­φί­ας, αλ­λά ό,τι πιο τα­πει­νό, φτω­χό και γλυ­κό δια­θέ­τει η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α και εί­ναι πέ­ρα α­πό τα α­πο­κυ­ή­μα­τα της φα­ντα­σί­ας, τους στο­χα­σμούς και τους ευ­σε­βι­σμούς. Εί­ναι το νά­μα, που γλυ­καί­νει και τρελ­λαί­νει το μέ­λι, που γί­νε­ται α­πό τις μέ­λισ­σες της η­συ­χί­ας και προ­σφέ­ρε­ται γι’ αυ­τούς που α­γα­πούν τα γλυ­κέ­α τώ λά­ρυγ­γι, τα άρ­ρη­τα ή και ρη­τά ρή­μα­τα το κε­ρί, που φω­τί­ζει κε­νω­τι­κά και πα­ρη­γο­ρεί ι­λα­ρά, ό­πως ι­λα­ρό εί­ναι το Φως του κό­σμου το λι­βά­νι, που ευ­ω­διά­ζει ου­ρα­νό και α­νε­βαί­νει ως ο­σμή ευ­ω­δί­ας θα­νά­του και ζω­ής, ευ­λο­γη­μέ­νης θα­να­το­ζω­ής.

Και τους θη­σαυ­ρούς αυ­τούς τους φυ­λά­ει κρυ­φά, μυ­στι­κά για να τους δώ­ση με α­πλο­χε­ριά σ’ αυ­τούς που το α­γα­πούν και την μυ­στι­κή φω­νή του α­κούν, σε ό­σους έ­χουν πο­νέ­σει ε­σχα­το­λο­γι­κά και έ­χουν πλη­γω­θή βα­θειά, σ’ αυ­τούς που κά­θο­νται στον Νάρ­θη­κα και πει­νούν για άλ­λη δι­καιο­σύ­νη και πο­νούν α­πό τις πλη­γές που κα­νέ­να Νο­σο­κο­μεί­ο δεν θε­ρα­πεύ­ει και κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να α­κου­μπή­ση πα­ρά μό­νον ο αι­ώ­νιος για­τρός που αγ­γί­ζει τρυ­φε­ρά.

Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι τό­πος λό­γου και σι­ω­πής, μυ­στη­ρί­ου και φα­νέ­ρω­σης, ά­σκη­σης και θε­ο­πτί­ας, αν­θρω­πι­άς και θε­ϊ­κής φο­ράς, πα­ρελ­θό­ντος και ε­σχά­του.

Ό­λο το Ά­γιον Ό­ρος βρί­σκε­ται μέ­σα στην καρ­διά του και το κα­τα­λα­βαί­νει αυ­τός που α­κού­ει τον μυ­στι­κό κτύ­πο της, που λέ­γει α­κα­τά­παυ­στα την ευ­χή, την ου­ρά­νια ω­δή. Το ε­ξω­τε­ρι­κό πλη­σί­α­σμα του Α­γί­ου Ό­ρους εί­ναι οι λα­μπρές α­κο­λου­θί­ες του, αλ­λά το ε­σω­τε­ρι­κό του άγ­γιγ­μα εί­ναι τα τερ­ρι­ρέμ, ό­χι της ψαλ­τι­κής, αλ­λά της ζω­ής της καρ­δια­κής. Άν μπο­ρού­σε κα­νείς να πλη­σιά­ση την καρ­διά ε­νός Α­θω­νί­του μο­να­χού, που κά­θε­ται στο στα­σί­δι του σε στά­ση ύ­πνου και ξύ­πνιου, ό­ταν ψάλ­λο­νται τα τερ­ρι­ρέμ, αυ­τός μπο­ρεί να δη τί εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος.

Αυ­τήν την στά­ση του α­γρυ­πνού­ντος κε­κοι­μη­μέ­νου μο­να­χού και την ε­σω­τε­ρι­κή κραυ­γή του, που ορ­μά προς τον ά­ναρ­χο Τρια­δι­κό Θε­ό, σε μια α­ει­κί­νη­τη στά­ση και σε μια στά­σι­μη κί­νη­ση πε­ρι­γρά­φει στο τρί­το­μο έρ­γο του ο π. Μω­ϋ­σής.
Έ­τσι το διά­βα­σα και αυ­τήν την αί­σθη­ση δι­έ­κρι­να. Αυ­τό εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος. Ό­ποιος γνώ­ρι­σε κά­ποιο άλ­λο Ά­γιον Ό­ρος, έ­χει σφα­λε­ρή αί­σθη­ση και γνώ­μη που προ­σφέ­ρε­ται για τα­χύ­τα­τη α­να­θε­ώ­ρη­ση, για να προ­σεγ­γί­ση κά­ποιον ζω­η­φό­ρο ε­ρη­μί­τη. Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι γε­μά­το α­πό πνεύ­μα και ζω­ή, α­γά­πη και θαλ­πω­ρή, κο­μπο­σχοί­νι και προ­σευ­χή, α­να­μο­νή και προ­σμο­νή, ό­νει­ρο και κραυ­γή, λά­δι και κρα­σί, ώ­σμω­ση κα­τα­πλη­κτι­κή και αι­ώ­νια ευ­λο­γη­τή.

Για να μι­λή­σης για το Ά­γιον Ό­ρος πρέ­πει να εί­σαι καρ­δια­κός α­να­ζη­τη­τής, νη­φά­λια με­θυ­σμέ­νος και οι­νο­χό­ος κα­λός, πο­νε­μέ­νος ε­ρα­στής και ευ­αί­σθη­τος ποι­η­τής, ό­πως εί­ναι ο π. Μω­ϋ­σής.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου