Στὸν Ἅγιο
Βασίλειο παλαιά, δὲν εἶχαν νερὸ οἱ πατέρες, ἰδίως μετὰ τὸν Αὔγουστιο καὶ
ἀναγκάζονταν νὰ πηγαίνουν στὴν Κερασιὰ ἢ στὸν Ἅγιο Πέτρο γιὰ νὰ πλένουν τὰ
ῥοῦχά τους. Τὰ ἔπλεναν, ἔκαναν τὴν ἀκολουθία τους, στέγνωναν τὰ ῥοῦχα καὶ τὰ ἔπαιρναν
μαζί τους. Τὸν ἄλλο μῆνα ἔκαναν πάλι τὸ ἴδιο. Ἦταν πολὺ δύσκολη ἡ ζωὴ ἐδῶ. Τὰ
πράγματα ἔφθαναν μὲ δυσκολία. Γι’ αὐτὸ ἔλεγαν οἱ παλαιοί: -Ὅποιος ἀφήνει
τὰ κόκκαλά του στὸν Ἅγιο Βασίλειο, ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας.
Ἔχει ἀλλάξει τὸ Ὄρος· τὴν ἀλλαγὴ
τὴν ἔζησα καὶ ἐδῶ στὴν συνοδεία μου. Μοῦ λένε Τετάρτη νὰ τρῶνε δύο φόρες, καὶ
τοὺς λέω: -Ὄχι, διότι ἕνας ἐνάρετος παλαιὸς Γέροντας ἔλεγε, ἂν θέλεις νὰ τρῶς
δύο φορές, τὴν μία φορὰ θὰ τρῶς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι.