Κάθε φορά που γίνεται λόγος για πνευματική αρχοντιά, αναδύεται από το κουβάρι των συνειρμών μου η ίδια πεντακάθαρη εικόνα: η κυρία Φανή της Ουρανούπολης!
Είχα την μεγάλη ευλογία να την γνωρίσω πριν από 20 χρόνια, ένα βράδυ
του Δεκεμβρίου, που το κρύο τρυπούσε μέχρι το μεδούλι. Μια
επαγγελματική υποχρέωση με έστελνε στην Ουρανούπολη για δύο μέρες, στην
καρδιά του Χειμώνα. Μαζί μου και ο γιος μου, λίγων μηνών τότε, καθώς δεν
είχα κάποιον για να τον φροντίζει όσο θα έλειπα.
Ένας φίλος μού είχε προτείνει να μείνω στην «μοναδική κυρία Φανή», η
οποία «νοικιάζει δωμάτια». Ταλαιπωρημένη από την νυχτερινή οδήγηση με
καταιγίδα στους δύσκολους δρόμους της Χαλκιδικής (τότε ήταν ακόμη πιο
δύσκολοι από όσο σήμερα), έφτασα κάποια στιγμή στο σπίτι.
Την πόρτα άνοιξε μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη γυναίκα περίπου 75 χρόνων, που το πρόσωπό της έλαμπε όπως οι αγιογραφίες, που φωτίζονται από την φλόγα των κεριών στο σκοτάδι. Ήταν σκαμμένο με βαθειές, γαλήνιες ρυτίδες. Στο πρόσωπο εκείνο, καμμία φυσική ατέλεια δεν μπορούσε να μειώσει ή να υπονομεύσει την ομορφιά του. Γιατί η ομορφιά του δεν ήταν φυσική, σωματική… ήταν η ομορφιά της αγίας απλότητας.
Το σπίτι της είχε μια μυρωδιά που δεν είχα «γευτεί» ποτέ μέχρι τότε. Αν η ζεστασιά έχει άρωμα, εκείνο είναι το άρωμά της.
«Καλώς ήρθατε! Δώσε μου το μωράκι και έλα να ξεκουραστείς»… και άνοιξε την αγκαλιά που δεν έκλεισε για εμένα ποτέ.
Εκείνο το βράδυ ξεκίνησε η γνωριμία μου με τον κόσμο της κυρίας Φανής, τον κόσμο του πόνου και της ελπίδας, της απόγνωσης και της χαράς, του μόχθου και της αφάνειας. Τον κόσμο που εκτυλίσσεται και εξελίσσεται μακρυά από κάθε φλυαρία και γκρίνια, μακρυά από οποιαδήποτε μιζέρια, με αδιάλειπτη αρχοντιά, ακόμη και στην πιο σκληρή υλική φτώχια.
Η γνωριμία αυτή τυπικά τελείωσε στις 12 Ιουλίου του 2008, όταν η κυρία Φανή άφησε αυτήν την ζωή και «μετέστη εις την Ζωήν». Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν σταμάτησα να την γνωρίζω, ξανά και ξανά…
Την πόρτα άνοιξε μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη γυναίκα περίπου 75 χρόνων, που το πρόσωπό της έλαμπε όπως οι αγιογραφίες, που φωτίζονται από την φλόγα των κεριών στο σκοτάδι. Ήταν σκαμμένο με βαθειές, γαλήνιες ρυτίδες. Στο πρόσωπο εκείνο, καμμία φυσική ατέλεια δεν μπορούσε να μειώσει ή να υπονομεύσει την ομορφιά του. Γιατί η ομορφιά του δεν ήταν φυσική, σωματική… ήταν η ομορφιά της αγίας απλότητας.
Το σπίτι της είχε μια μυρωδιά που δεν είχα «γευτεί» ποτέ μέχρι τότε. Αν η ζεστασιά έχει άρωμα, εκείνο είναι το άρωμά της.
«Καλώς ήρθατε! Δώσε μου το μωράκι και έλα να ξεκουραστείς»… και άνοιξε την αγκαλιά που δεν έκλεισε για εμένα ποτέ.
Εκείνο το βράδυ ξεκίνησε η γνωριμία μου με τον κόσμο της κυρίας Φανής, τον κόσμο του πόνου και της ελπίδας, της απόγνωσης και της χαράς, του μόχθου και της αφάνειας. Τον κόσμο που εκτυλίσσεται και εξελίσσεται μακρυά από κάθε φλυαρία και γκρίνια, μακρυά από οποιαδήποτε μιζέρια, με αδιάλειπτη αρχοντιά, ακόμη και στην πιο σκληρή υλική φτώχια.
Η γνωριμία αυτή τυπικά τελείωσε στις 12 Ιουλίου του 2008, όταν η κυρία Φανή άφησε αυτήν την ζωή και «μετέστη εις την Ζωήν». Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν σταμάτησα να την γνωρίζω, ξανά και ξανά…
Η Φανή Μητροπούλου γεννήθηκε το 1920, στα Σκουπιά – παλιά ονομασία
τής Πριγκήπου, του μεγαλύτερου νησιού από τα Πριγκηπόννησα. Ήταν το
τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Το ’22 έρχονται πρόσφυγες και
ζουν για τρία χρόνια σε νησιά του Αιγαίου. Μετά εγκαθίστανται στην
Ουρανούπολη της Χαλκιδικής. Η Φανή είναι τότε πέντε χρόνων.
Μεγάλη φτώχεια, ο πατέρας της ασχολούταν με κάποια κτήματα που είχε δώσει το κράτος στους πρόσφυγες και η μητέρα της ζύμωνε ψωμί για τους κατοίκους του χωριού. «Ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, αληθινά μορφωμένοι. Παρ’ όλη την φτώχεια, δεν υπήρχε καθόλου μιζέρια στο σπίτι τους. Δούλευαν σκληρά, αλλά δεν αγωνιούσαν για την επόμενη ημέρα. Γνώριζαν ότι όλα τα κανονίζει ο Θεός». Αυτά μου είπε για εκείνα τα χρόνια η κυρά-Χρυσούλα, που γνωρίζονταν από παιδιά με την κυρία Φανή, αφού και η δική της οικογένεια οδηγήθηκε μέσα από την προσφυγιά, στην Ουρανούπολη.
Μεγάλη φτώχεια, ο πατέρας της ασχολούταν με κάποια κτήματα που είχε δώσει το κράτος στους πρόσφυγες και η μητέρα της ζύμωνε ψωμί για τους κατοίκους του χωριού. «Ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, αληθινά μορφωμένοι. Παρ’ όλη την φτώχεια, δεν υπήρχε καθόλου μιζέρια στο σπίτι τους. Δούλευαν σκληρά, αλλά δεν αγωνιούσαν για την επόμενη ημέρα. Γνώριζαν ότι όλα τα κανονίζει ο Θεός». Αυτά μου είπε για εκείνα τα χρόνια η κυρά-Χρυσούλα, που γνωρίζονταν από παιδιά με την κυρία Φανή, αφού και η δική της οικογένεια οδηγήθηκε μέσα από την προσφυγιά, στην Ουρανούπολη.
Η ζωή της είναι στενά δεμένη με το ζεύγος Λοκ και με τον Πύργο της
Ουρανούπολης. Η Τζόυς και ο Σίδνεϋ Λοκ είναι ζεύγος από την Αυστραλία,
που βρέθηκε στην Ουρανούπολη για να προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια από
το 1920 και έμειναν εκεί μέχρι τον θάνατό τους. Η Τζόυς βοήθησε να
αναπτυχθεί η τέχνη των χαλιών που έφεραν οι πρόσφυγες από τα μέρη τους,
ώστε να έχουν κάποιο εισόδημα. Διέμεναν στον Πύργο.
Η Φανή έμενε μαζί τους από 12 χρόνων, εργαζόμενη συνεχώς στην υφαντουργεία και την ταπητουργεία. Η Τζόυς την είχε ξεχωρίσει για την εσωτερική της ποιότητα, το φιλότιμο και την ευφυΐα της. Φρόντισε να φοιτήσει 3 χρόνια στην Αμερικανική Σχολή στην Θεσσαλονίκη, και μετά πάλι στον Πύργο, δούλευε, οργάνωνε τις εργασίες, διάβαζε… Όλη η ζωή της στον Πύργο, μέχρι που παντρεύτηκε.
Ο άντρας της, μαζί με το ζεύγος Λοκ, βοηθούσαν με αληθινές θυσίες τους κατοίκους του χωριού. Η Φανή συνέχιζε το ίδιο έργο, αλλά από το σπίτι της. Επιπλέον φρόντιζε τα δύο παιδιά που απέκτησε, τον Νίκο και την Βικτωρία.
Η Φανή έμενε μαζί τους από 12 χρόνων, εργαζόμενη συνεχώς στην υφαντουργεία και την ταπητουργεία. Η Τζόυς την είχε ξεχωρίσει για την εσωτερική της ποιότητα, το φιλότιμο και την ευφυΐα της. Φρόντισε να φοιτήσει 3 χρόνια στην Αμερικανική Σχολή στην Θεσσαλονίκη, και μετά πάλι στον Πύργο, δούλευε, οργάνωνε τις εργασίες, διάβαζε… Όλη η ζωή της στον Πύργο, μέχρι που παντρεύτηκε.
Ο άντρας της, μαζί με το ζεύγος Λοκ, βοηθούσαν με αληθινές θυσίες τους κατοίκους του χωριού. Η Φανή συνέχιζε το ίδιο έργο, αλλά από το σπίτι της. Επιπλέον φρόντιζε τα δύο παιδιά που απέκτησε, τον Νίκο και την Βικτωρία.
Φθάνουμε στο ’46 με ’47 –τα σκληρά εμφυλιακά χρόνια– όταν μπαίνουν
ένα βράδυ στο σπίτι τους και συλλαμβάνουν τον άντρα της ως κομμουνιστή,
την Φανή έγκυο στο τρίτο παιδί τους και τα άλλα δύο παιδιά. Τους
πηγαίνουν στην Τρυπητή, από εκεί με καράβι στα Νέα Ρόδα και από εκεί
στην Ιερισσό στην φυλακή. Μετά από ένα μήνα περίπου, αποφασίζουν να
ελευθερώσουν την Φανή με τα παιδιά. Τα παιδιά πήγαν στην γιαγιά τους, η
Φανή αρνήθηκε να φύγει. «Όσο είναι ο άνδρας μου εδώ, θα μείνω και εγώ
μαζί του, δεν είναι δίκαιο να φύγω χωρίς αυτόν». Μετά από κάποιες
εβδομάδες, και αφού διαπίστωσαν ότι ο άντρας της δεν συμμετείχε σε
συγκεκριμένη οργάνωση, τους ελευθέρωσαν και του δύο.
Γεννιέται το τρίτο παιδί, ή Γιαννούλα, αλλά ο άντρας της Φανής είναι
βαρειά άρρωστος. Διαγνώστηκε καρκίνος στο στομάχι, εγχειρίστηκε, του
έδωσαν ένα μήνα ζωής, τελικά έζησε έναν χρόνο επιπλέον, με την Φανή να
τον φροντίζει ακούραστα, συνεχώς, με τον τρόπο εκείνο που γνωρίζει η
δύναμη της αγάπης. Όταν πέθανε, η Φανή αρρώστησε, δεν μπορούσε να
σηκωθεί από το κρεββάτι, είχε ένα είδος παράλυσης που προκαλεί το ισχυρό
σοκ, δεν μπορούσε να φάει, ούτε να πιει. Δεν μπορούσε εύκολα να
επικοινωνήσει. Θα πέθαινε σύντομα, αν η Τζόυς δεν άρχιζε να την
φροντίζει καθημερινά, μέχρι που μετά από μήνες, άρχισε να συνέρχεται.
Ξανά στον Πύργο, στην σκληρή δουλειά, οικονόμος των Λοκ, μαγείρισσα για δεκάδες ανθρώπους που πεινούσαν και τους παρείχαν τροφή οι Λοκ, και υφάντρα και ζωγράφος και νοσοκόμα για όποιον είχε ανάγκη στο χωριό. Και φυσικά, η συνεχής φροντίδα των τριών παιδιών της. Και μέσα σ’ όλα αυτά, φιλοξενούσε στο σπίτι της τον κουμπάρο της που ήταν κατάκοιτος, και δεν είχε κανέναν άνθρωπο δικό του εκτός από την Φανή, η οποία πήγαινε δύο φορές την ημέρα, τον έπλενε, τον τάιζε, τού έκανε παρέα.
Στο μεταξύ, τον Πύργο, εκτός από τους φτωχούς ανθρώπους του χωριού, τον επισκέπτονταν πρόσωπα της πολιτικής ελίτ, πρέσβεις, μέλη βασιλικών οικογενειών… τους οποίους όλους περιποιόταν η Φανή, με την πηγαία ευγένειά της.
Ξανά στον Πύργο, στην σκληρή δουλειά, οικονόμος των Λοκ, μαγείρισσα για δεκάδες ανθρώπους που πεινούσαν και τους παρείχαν τροφή οι Λοκ, και υφάντρα και ζωγράφος και νοσοκόμα για όποιον είχε ανάγκη στο χωριό. Και φυσικά, η συνεχής φροντίδα των τριών παιδιών της. Και μέσα σ’ όλα αυτά, φιλοξενούσε στο σπίτι της τον κουμπάρο της που ήταν κατάκοιτος, και δεν είχε κανέναν άνθρωπο δικό του εκτός από την Φανή, η οποία πήγαινε δύο φορές την ημέρα, τον έπλενε, τον τάιζε, τού έκανε παρέα.
Στο μεταξύ, τον Πύργο, εκτός από τους φτωχούς ανθρώπους του χωριού, τον επισκέπτονταν πρόσωπα της πολιτικής ελίτ, πρέσβεις, μέλη βασιλικών οικογενειών… τους οποίους όλους περιποιόταν η Φανή, με την πηγαία ευγένειά της.
Και έρχεται η τραγωδία: ένα ζευγάρι Αμερικανών κλέβουν την 7χρονη
Γιαννούλα, το τρίτο παιδί της Φανής (ναι, είναι το σκάνδαλο των
παράνομων υιοθεσιών της Αμερικής, την δεκαετία τού ’50). Για 14 ολόκληρα
χρόνια, η Φανή και η Τζόυς αναζητούν την Γιαννούλα, μέσω πρεσβειών,
γνωριμιών, Ερυθρού Σταυρού… τίποτε.
Η Φανή, για 14 χρόνια εργάζεται σκληρά, βοηθά κυριολεκτικά τους πάντες, και κάθε βράδυ κλαίει σιωπηλά και προσεύχεται στην Παναγιά να βρεθεί το παιδί της. Όλη η ζωή της αγόγγυστη, στην σιωπή, στην υπομονή, στην ευγένεια, στην γενναιότητα.
Μετά από 14 χρόνια, φθάνει στον Πύργο ένα τηλεγράφημα από την Γιαννούλα! «Ο Θεός μού απάντησε»! ήταν τα πρώτα λόγια της Φανής. Με τα άλλα δύο παιδιά της, την υποδέχθηκαν στο τραίνο, στην Θεσσαλονίκη. Το σμίξιμο εκείνο της οικογένειας, είχε αληθινά την αίσθηση του Παραδείσου. «Σαν να μην είχαν περάσει τα χρόνια»! μου είπε κάποτε η Γιαννούλα.
Η Φανή, για 14 χρόνια εργάζεται σκληρά, βοηθά κυριολεκτικά τους πάντες, και κάθε βράδυ κλαίει σιωπηλά και προσεύχεται στην Παναγιά να βρεθεί το παιδί της. Όλη η ζωή της αγόγγυστη, στην σιωπή, στην υπομονή, στην ευγένεια, στην γενναιότητα.
Μετά από 14 χρόνια, φθάνει στον Πύργο ένα τηλεγράφημα από την Γιαννούλα! «Ο Θεός μού απάντησε»! ήταν τα πρώτα λόγια της Φανής. Με τα άλλα δύο παιδιά της, την υποδέχθηκαν στο τραίνο, στην Θεσσαλονίκη. Το σμίξιμο εκείνο της οικογένειας, είχε αληθινά την αίσθηση του Παραδείσου. «Σαν να μην είχαν περάσει τα χρόνια»! μου είπε κάποτε η Γιαννούλα.
«Η μαμά μου, όταν βρήκαμε την Γιαννούλα, ένιωσε τόσο βαθειά και
αληθινά τον Θεό, ώστε μέσα σ’ εκείνην την χαρά της, έδινε την ζωή της σε
όλο τον κόσμο. Τους πάντες φιλοξενούσε, τους πάντες φρόντιζε, χωρίς να
ρωτά», μου είπε η Βικτωρία, λίγα χρόνια μετά την εκδημία της Φανής. Αυτό
βέβαια το ήξερα, το είχα βιώσει από πρώτο χέρι.
Ο Νίκος έμεινε στην Ουρανούπολη, δημιούργησε εκεί την οικογένειά του, η Βικτωρία παντρεύτηκε και έκανε παιδιά στην Αγγλία, η Γιαννούλα έκανε οικογένεια στην Καλιφόρνια. Κάθε Καλοκαίρι ερχόταν όλοι στην Ουρανούπολη, στο σπίτι τους… Και η Φανή πήγαινε όποτε μπορούσε, στην Αγγλία και στην Αμερική. Μέχρι που έφυγε από τον κόσμο, είχε αποχτήσει πέντε εγγόνια και εφτά δισέγγονα.
Τα γεγονότα της ζωής της που σχετίζονται με τον Πύργο και με το ζεύγος Λοκ αξίζει να τα αναφέρουμε σε επόμενο κείμενο. Ένα περιορισμένο αφιέρωμα σ’ αυτήν την γυναίκα, είναι εξαιρετικά ελλιπές.
Ο Νίκος έμεινε στην Ουρανούπολη, δημιούργησε εκεί την οικογένειά του, η Βικτωρία παντρεύτηκε και έκανε παιδιά στην Αγγλία, η Γιαννούλα έκανε οικογένεια στην Καλιφόρνια. Κάθε Καλοκαίρι ερχόταν όλοι στην Ουρανούπολη, στο σπίτι τους… Και η Φανή πήγαινε όποτε μπορούσε, στην Αγγλία και στην Αμερική. Μέχρι που έφυγε από τον κόσμο, είχε αποχτήσει πέντε εγγόνια και εφτά δισέγγονα.
Τα γεγονότα της ζωής της που σχετίζονται με τον Πύργο και με το ζεύγος Λοκ αξίζει να τα αναφέρουμε σε επόμενο κείμενο. Ένα περιορισμένο αφιέρωμα σ’ αυτήν την γυναίκα, είναι εξαιρετικά ελλιπές.
Όλες τις ημέρες που πέρασα μαζί της τις θυμάμαι έντονα. Χαραγμένη
μέσα μου ως πυξίδα ζωής έμεινε μια φράση της, όταν την ρώτησα πώς άντεξε
τα χρόνια που έψαχνε την Γιαννούλα, πώς μπόρεσε και κρατήθηκε γενναία.
Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που την είδα να δακρύζει, σήκωσε τα
μάτια της, άνοιξε τα χέρια της και είπε σιγανά: «όλα στον Θεό, τα άφησα
όλα στον Θεό».
Δεν μπορώ να μιλήσω για την αυτοθυσία της απέναντι στον οποιονδήποτε, γνωστό ή άγνωστο – γιατί δεν ήταν αυτοθυσία αλλά η ίδια η φύση της. Η κυρία Φανή, απέναντι σε όλες τις δοκιμασίες, ειδικά στις πιο σκληρές, είχε περιβάλλει τον εαυτό της με ασπίδα αγάπης (εκεί που εμείς βάζουμε ασπίδες «αυτοπροστασίας» ή «εγωισμού»). Αυτή η ασπίδα της αγάπης την προστάτευε από την μιζέρια, την κούραση, το παράπονο, την απελπισία, την αγανάκτηση.
Μέσα από την κυρία Φανή κατανόησα αυτό που διάβαζα στα θεολογικά βιβλία αλλά δεν μπορούσα να νιώσω: ο Θεός είναι Αγάπη, όχι ως συναίσθημα, ως Δύναμη! Για την κυρία Φανή, αυτό ήταν τρόπος ζωής!
Δεν μπορώ να μιλήσω για την αυτοθυσία της απέναντι στον οποιονδήποτε, γνωστό ή άγνωστο – γιατί δεν ήταν αυτοθυσία αλλά η ίδια η φύση της. Η κυρία Φανή, απέναντι σε όλες τις δοκιμασίες, ειδικά στις πιο σκληρές, είχε περιβάλλει τον εαυτό της με ασπίδα αγάπης (εκεί που εμείς βάζουμε ασπίδες «αυτοπροστασίας» ή «εγωισμού»). Αυτή η ασπίδα της αγάπης την προστάτευε από την μιζέρια, την κούραση, το παράπονο, την απελπισία, την αγανάκτηση.
Μέσα από την κυρία Φανή κατανόησα αυτό που διάβαζα στα θεολογικά βιβλία αλλά δεν μπορούσα να νιώσω: ο Θεός είναι Αγάπη, όχι ως συναίσθημα, ως Δύναμη! Για την κυρία Φανή, αυτό ήταν τρόπος ζωής!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου