Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Εγώ ο Πανσέληνος, ένας φανταστικός βίος

«...Σ  όλο τον κόσμο δεν βρέθηκε, μηδέ θα βρεθεί τέχνη όμοια με της Ανατολής, να δίνει τέτοιο πάθος και τέτοιο γλυκό παράπονο στα πλάσματά της. Όποιος έχει καρδιά θερμή, εκείνος θα με καταλάβει. Καμιά τέχνη δε μεταχειρίστηκε τόσο απλά μέσα και καμιά τέχνη δεν έπιασε τέτοια πράματα. Από κοντά, τα μάτια είναι δυό πινελιές, μια μαύρη και μίαν άσπρη, η μύτη είναι καμωμένη με δυό ελαφρές γραμμές! Δεν είναι λοιπόν μεγάλο μυστήριο; Τι θέλουνε να πούνε αυτοί που μιλάνε για φυσικά και για ανατομίες και για επιστήμες και για οφθαλμολογίες και τέτοια; Εδώ δεν υπάρχει μηδέ φυσικό, μηδέ αφύσικο, μηδέ τίποτα. Εδώ υπάρχει αυτό το ανεξερεύνητο μυστήριο, που δεν μπορεί να το πιάσει μηδέ ο σοφός Σολομώντας, με λόγια, με σκολειά και με φιλοσοφίες. «Δώρημα τέλειον άνωθεν καταβαίνον εκ του πατρός των φώτων». Φλόγα άπιαστη, ακατανόητη πνοή!...».Απόσπασμα
Φώτη Κόντογλου – Η Μελαγχολία των Παλαιολόγων, περισσότερα ΕΔΩ.
 Στό παρακάτω βίντεο "Εγώ ο Μανουήλ Πανσέληνος".
Η σειρά πραγματεύεται πανανθρώπινες αξίες που εκφράστηκαν σε κοινωνίες του παρελθόντος και στηρίζεται στα πατερικά κείμενα, στο Ευαγγέλιο, σε κείμενα θεωρητικά, φιλοσοφικά, δοξαστικά και - πολλές φορές - προφητικά. Αυτά τα κλασικά κείμενα, που περιέχουν την πείρα και τη σοφία αιώνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, συνδέονται με τα σημερινά προβλήματα του ανθρώπου, ανοίγοντας έναν γόνιμο διάλογο.

Είναι ένας λόγος που γράφτηκε εδώ και δυόμιση χιλιετίες επίκαιρος; Σε ποια κοινωνία απευθυνόταν; Τι κοινό έχει με τη σημερινή; Μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο σε μια άλλη οπτική, έναν διαφορετικό προσανατολισμό και μια επαναξιολόγηση της πορείας του σήμερα;

Τα γυρίσματα της σειράς πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, την Τουρκία (Καππαδοκία και Αντιόχεια), την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Σκωτία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Συρία.

Εγώ ο Μανουήλ Πανσέληνος. Ένας φανταστικός βίος (18-4-2014)
Δεν θα ξέραμε τίποτα για τον Μανουήλ Πανσέληνο, τον μεγαλύτερο ζωγράφο της βυζαντινής τεχνοτροπίας που ζωγράφισε τις εκπληκτικές τοιχογραφίες του 13ου αιώνα στο Πρωτάτο και στις άλλες μονές του Αγίου Όρους, αν ο μοναχός Διονύσιος εκ Φουρνά, δεν διέσωζε το όνομά του, γράφοντας μια πραγματεία περί ζωγραφικής για να φωτιστούν οι νεώτεροι, όπως έγραψε, από τον «ως σελήνη λάμποντα κυρ Μανουήλ Πανσέληνο», τρεις αιώνες μετά τον θάνατό του.

Στην εκπομπή συμμετέχει ο π. Σταμάτης Σκλήρης

Παραγωγή: Ελληνική
Σκηνοθέτης: Μαρία Χατζημιχάλη-Παπαλιού

Φώτης Κόντογλου – Η Μελαγχολία των Παλαιολόγων

Ο Ναός της Περίβλεπτου -Μυστράς
Τον καιρό που δούλευα στον Μυστρά, τύχαινε πολλές φορές να βρεθώ μοναχός μέσα στην Περίβλεπτο.

Τ’ απόγεμα η εκκλησία σκοτείνιαζε κι αγρίευε. Από πάνου από την σκαλωσιά άκουγα πατήματα. «Κανένα φάντασμα θα περπατά», συλλογιζόμουνα, και γύριζα το κεφάλι μου πάντα κατά το μέρος που στεκόντανε ζωγραφισμένοι οι στρατιώτες και οι πολεμάρχοι. Στεκόντανε στη σειρά ένα γύρο, λίγο ψηλότερα από το χώμα, οι περισσότεροι με βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στο στήθος, πολλοί απ  αὐτοὺς κομματιασμένοι από τις σπαθιές. Σε πολλά κεφάλια είχε απομείνει γερό ένα μάτι μοναχά, μα κείνο το μάτι έβλεπε σαν δέκα ζωντανά.

Μνήσθητί μου, Κύριε! Χρόνια πέρασα μέσα σε κείνη την εκκλησιά, και μ  όλα τούτα ανατρίχιαζα, σύγκρυο με διαπερνούσε. Κείνοι οι χορταριασμένοι τοίχοι ήτανε ζωντανοί, καρδιές χτυπούσανε, νεύρα τανυζόντανε, σπαθιά, σαργίτες, ταρκάσια, σκουτάρια τρίζανε απάνω στα κορμιά. «Και ιδού, σεισμός και προσήγαγε τα οστά, εκάτερον προς την αρμονίαν αυτού. Και είδον· και ιδού επ  αὐτὰ νεύρα και σάρκες εφύοντο, και ανέβαινεν επ  αὐτὰ δέρμα επάνω. Και εισήλθεν εις αυτά το πνεύμα και έζησαν και έστησαν επί των ποδών αυτών, συναγωγή πολλή σφόδρα».

Ετούτοι είναι οι τελευταίοι στρατιώτες του Παλαιολόγου, τότε που ήρτανε και πιάσανε για μετερίζι της απελιπισίας το φημισμένο βουνό του Ταϋγέτου, σιμά στην αρχαία Σπάρτη. Ανεμοδαρμένο απάνου στον βράχο, μαραζωμένο, τα μάτια τους μελανιασμένα και λαμπερά από την θέρμη, από την αγρύπνια και την αγωνία. Ανατολίτες, στρατολογημένοι από τα μέρη της Σηλύβριας, της Μαύρης Θάλασσας, την Αγχίαλο, την Καβάρνα, κι άλλοι ντόπιοι απ  τὸν Δρόγγο των Σκορτών, το Σάλαβρο, το Βοίτουλο, τη Μάνη, τη Γρεμπενή, τον Αϊτό κ.α., αίματα παλιά. Δεν είναι στρατιώτες βαριοί, με κορμιά δυνατά. Τα χέρια τους και τα ποδάρια τους είναι κοκκαλιασμένα, τα κορμιά λιγνά, περπατάνε ελαφρά σαν φαντάσματα, πολεμιστές ενός βασιλείου που δεν είναι τούτου του κόσμου. «Θεία παρεμβολή, θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου». Σαν τον αφέντη τους τον Κωνσταντίνο, ξέρουνε το κακό το ριζικό τους.

Κι οι άλλοι οι σύντροφοί τους είναι παραπονεμένοι, μα τούτος είναι πολύ θλιμμένος, φαρμάκι στάζει από το στόμα του. Στέκεται σαν πουλί αναφτερουγιασμένο. Στο  να χέρι του βαστά αλαφρά το δοξάρι και τ  άλλο τ  ακουμπά απάνω στο σπαθί. Από το λαιμό του είναι κρεμασμένη η περικεφαλαία πισ  απὸ την ωραία κεφαλή του, στον έναν ώμο του έχει ριγμένο το ταρκάσι με τις σαγίτες και στον άλλον ώμο το σκουτάρι του.

Ώρες καθόμουνα και κουβέντιαζα μαζί του σε μια γλώσσα που δε χρειάζεται μηδέ στόμα για να τη πει, μηδέ αφτί, για να την ακούσει. Τον άκουγα που μου μιλούσε από τον άλλο κόσμο, σαν τ  αγέρι που φυσά απάνου στ  ἄγρια χορτάρια που  ναι φυτρωμένα σε κάστρο ρημαγμένο, μα καταλάβαινα καθαρά τι μου  λεγε.

Τούτος ο στρατιώτης δεν είναι κανένας άντρας δυνατός, με κορμί αντρειωμένο, χεροδύναμος και φοβερός. Το κορμί του είναι αλαφρό και λυγερό, τα ποδάρια του ψιλά και μακριά σαν του ζαρκαδιού. Κείνα τα δάχτυλα των χεριών του είναι ίδια κοντύλια ψιλοπελεκημένα, ίδια αγιοκέρια, κι απορείς πως κρατάνε άρματα. Το κεφάλι του γέρνει στον ώμο του σαν του Χριστού. Τέτοιο κεφάλι ποιό πινέλο να το ζωγράφισε! Ζωγράφος είμαι κι εγώ, κι όμως απορώ για την τόση τέχνη. Από ποιό μέρος ήρθε τούτο το χέρι, που κράτησε το πινέλο, για να τυπώσει αυτά τα πικραμένα μάτια, αυτό το πηγούνι, αυτό το στόμα, αυτά τα μαλλιά! Τι μυστήριο κρύβεται μέσα σ  αὐτὸν τον καθρέφτη π  ἀντιφεγγίζει τις χαρές ενός άλλου κόσμου! Και τι ευτυχία για μας, να φτάξει ίσαμε τα χρόνια μας ένα τέτοιο δώρο εξαίσιο! Πρόσωπο γλυκομελάχρινο, ψημένο από τον ήλιο της Ανατολής, στα μέρη που πολεμούσε για την πίστη του Χριστού. Από τα μισοσφαλισμένα μάτια του βγαίνει μία αντιφεγγιά γλυκιά, ήρεμη και θλιμμένη.

Σ  όλο τον κόσμο δεν βρέθηκε, μηδέ θα βρεθεί τέχνη όμοια με της Ανατολής, να δίνει τέτοιο πάθος και τέτοιο γλυκό παράπονο στα πλάσματά της. Όποιος έχει καρδιά θερμή, εκείνος θα με καταλάβει. Καμιά τέχνη δε μεταχειρίστηκε τόσο απλά μέσα και καμιά τέχνη δεν έπιασε τέτοια πράματα. Από κοντά, τα μάτια είναι δυό πινελιές, μια μαύρη και μίαν άσπρη, η μύτη είναι καμωμένη με δυό ελαφρές γραμμές! Δεν είναι λοιπόν μεγάλο μυστήριο; Τι θέλουνε να πούνε αυτοί που μιλάνε για φυσικά και για ανατομίες και για επιστήμες και για οφθαλμολογίες και τέτοια; Εδώ δεν υπάρχει μηδέ φυσικό, μηδέ αφύσικο, μηδέ τίποτα. Εδώ υπάρχει αυτό το ανεξερεύνητο μυστήριο, που δεν μπορεί να το πιάσει μηδέ ο σοφός Σολομώντας, με λόγια, με σκολειά και με φιλοσοφίες. «Δώρημα τέλειον άνωθεν καταβαίνον εκ του πατρός των φώτων». Φλόγα άπιαστη, ακατανόητη πνοή!

Η τέχνη της ανατολικής χριστιανοσύνης είναι καθαρή θροφή για το πνεύμα και χαρά για τα μάτια. Το ιδεώδες της Ανατολής απέχει από το ιδεώδες της Δύσης όσο κι ο ουρανός από τη γη. Με το πάθος η Ανατολή πέτυχε το εξωτικό αποτέλεσμα που ζητά το πνεύμα σαν ελάφι διψασμένο. Η Δύση έκανε ανάμεσα στα έθνη εκείνα όπως ο Προμηθέας, και πήγε το φως σ  εκείνους που ζούσανε στο σκοτάδι. Πήγε και κούρνιασε στην αϊτοφωλιά, στο Τολέδο, Ανατολίτης ντερβίσης, κήρυκας της εγκράτειας στην τέχνη της ζωγραφικής, βαριεστισμένος από τα πανηγύρια της Βενετιάς. Όπως ήτανε κατατρεγμένοι οι Βυζαντινοί που σκαλώνανε στα βράχια του Μυστρά, έτσι κι ο Θεοτοκόπουλος πήγε και φώλιασε στο Τολέδο.
πηγή

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Τον Νυμφώνα σου βλέπω...

Τι να γράψεις για την Μεγάλη Εβδομάδα όταν η ζωή σου πνίγεται σε μια μικρή πεζότητα. Πώς να προσεγγίσεις τα Μεγάλα όταν νιώθεις τόσο μικρός; Πώς να μιλήσεις για την όντως χαρά όταν φυλλομετράς δάκρυ και αίμα στο ημερολόγιο της ψυχής σου; 
Μήπως όμως μονάχα μέσα από την ταπείνωση, την επίγνωση, τα αδιέξοδα και τις καταστροφές μπορείς να εισέλθεις στον Νυμφώνα Του;
Γιατί αυτό τελικά που θα ανοίξει την θύρα του ουρανού δεν θα έχει σχέση με τις αρετές μας. Ούτε με τις υπόγειες διαδρομές στα ναρκισσιστικά παιχνίδια του εγωκεντρισμού μας και ας έχουν το προφίλ της «πνευματικότητας». Το μυστικό του ουρανού είναι μια τέχνη που την γνωρίζουν μονάχα οι ταπεινοί. Είναι απλό μα θέλει τσακισμένο εγωισμό .Είναι σοφό μα θέλει να είσαι  «μωρός» .Είναι για τους πιστούς μα όχι για αυτούς που κάνανε την πίστη εγγυήσεις και ιδεολογία. Είναι μια γλώσσα μυστική που δυο είδη ανθρώπων την γνωρίζουν στην ζωή , οι Άγιοι και οι πολλοί αμαρτωλοί, άλλωστε για να ΄΄ φτάσεις στον παράδεισο πρέπει να πάρεις φόρα από τον πάτο της κόλασης...΄΄ ή να είσαι στον προσωπικό σου ΄΄Άδη και να μην απελπίζεσαι (Άγιος Σιλουανός του Άθω).
Η Μεγάλη Εβδομάδα δεν είναι γι΄ αυτούς που αισθάνονται ισχυροί, που ζαλίστηκαν στην αλαζονεία της δήθεν αρετής τους, στην δύναμη της εξουσίας τους και των «κατορθωμάτων» τους. Δεν είναι γι΄ αυτούς που έμειναν πιστοί στα «έθιμα» και τις «παραδόσεις» μιας θρησκευτικής σύμβασης.Από τότε που πάψαμε να «μετράμε την ποιότητα της ζωής με την χαρά της Γιορτής…» να μεταμορφώνουμε τον πόνο σε προσευχή, τους καημούς και τα μεράκια της υπάρξεως μας σε τέχνη, δεν μπορούμε να βιώσουμε την Μεγάλη Εβδομάδα. Γιατί για να βιώσεις την Μεγ. Εβδομάδα πρέπει με πνευματικό θάρρος να ομολογήσεις «ότι στα δάκρυα της Μαγδαληνής είδες τα δάκρυα σου..».

Εισαγωγή στα Πάθη τα σεπτά

Υπόμνημα στην αρχή της Μ. Εβδομάδος
Από τον καθηγητή Αριστείδη Πανώτη, Μ. Ιερομνήμονα της Εκκλησίας ΚΠόλεως, για το Amen.gr.
Η ορθόδοξη λατρεία χαρακτηρίζεται για τον πραγματισμό της γιατί παρακολουθεί με ακρίβεια τα συμβάντα των τελευταίων ημερών του Ιησού Χριστού. Αυτά καταγράφονται στα τέσσερα Ευαγγέλια και αρχίζουν με τη θριαμβευτική Είσοδό του στα Ιεροσόλυμα και τα Σεπτά Πάθη και την Ανάστασή του. 
Οι γενεές των χριστιανών με αυτά γαλουχήθηκαν από την Εκκλησία η οποία τα ενεργοποιεί και τα «αναπαράγει» μέσα στο λειτουργικό της χρόνο ως «μεγάλα και απόρρητα» ιερά γεγονότα που τελέστηκαν στην «πνευματικὴ θεραπεία», γι' αυτό και οι χριστιανοί τα τιμούν την τελευταία Μεγάλη Εβδομάδα. Μέ αυτά παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, «ήρθη το μεσότοιχο του φραγμού μεταξύ Θεού και ανθρώπου..., και άνοιξε ο Παράδεισος».
Η «οικουμενική τιμή»επί αιώνες αυτών των ημερών, αποβλέπει στη ζωντανή συμμετοχή στις Ακολουθίες της Εκκλησίας μας για τη διδαχή και τη βίωση των ιερών νοημάτων τους. Για να ενεργοποιηθεί η ευσέβεια των ημερών αυτών «συλλειτουργουν» οι υψηλές εμπνεύσεις της Υμνολογίας, της Εικονογραφίας, της Ψαλτικής τέχνης και της Τάξεως. Έτσι η κληρονομία των Λειτουργικών Τεχνών της πολιάς χριστιανικής αρχαιότητας συναρπάζει και μεταφέρει τους χριστιανούς στο χρόνο, στο χώρο και στο τόπο του Σωτηρίου Πάθους και έχουμε τις πλέον συμπυκνωμένες με υψηλά νοήματα ημέρες του χρόνου που τις αποκαλούσε «ως την ουσιωδέστερη στιγμή των μυστηρίων της ορθοδόξου λατρείας» ο Ρώσος θεολόγος Σέργιος Μπουλγακώφ.
Η Εβδομάδα αυτή έχει δική της ενότητα που τη ξεχωρίζει από τη λοιπή Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Σοφή είναι η κατάταξη των Προφητικών και Ευαγγελικών αναγνωσμάτων που προετοιμάζουν για να συμβαδίσουμε με τον Χριστό τις τελευταίες ημέρες του επί γης βίου του. Οι τρις πρώτες ημέρες της Μ. Εβδομάδος έχουν καταφανή ομοιότητα μεταξύ τους όχι μόνο γιατί τελείται κατ΄ αυτάς η Ακολουθία Μεταδόσεως και Μεταλήψεως των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, αλλά γιατί επόμενες φέρουν όλες την ίδια εκπληκτική δομή στον Όρθρο και στον Εσπερινό με τις ευχές, τα τροπάρια και τα αναγνώσματα, που παρακολουθούν την πραγματική ευαγγελική διήγηση της πορείας του Χριστού προς το Πάθος. Κάθε ημέρα υμνείται το ιερό γεγονός που συνοψίζει περιληπτικά ο λεγόμενος Οίκος της και αναφέρεται το Μηνολόγιο. Η εισαγωγική λειτουργική ενότητά τους επιβεβαιώνεται από την ακολουθούμενη τάξη τους. Όλες αρχίζουν με αργό ψάλσιμο του μεσονυκτικού τροπαρίου: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...» και όλες προλογἰζουν τους Αίνους με το ίδιο Εξαποστειλάριο: «Τον νυμφώνα σου βλέπω...» όπως κάθε Ακολουθία του πρώτου τριήμερου της Μ. Εβδομάδος.
Το πρωΐ της Παρασκευής προ της Κυριακής των Βαΐων τελείται με Εσπερινό η Προηγιασμένη και διαβάζεται πρώτα η περικοπή εκ της Γενέσεως (ΜΘ΄33-Ν΄2) που περιγράφει τη ταφή του Ιακώβ, προπάτορα του Ιησού, και την ταφή του όμορφου και αθώου Ιωσήφ που πουλήθηκε από τους αδελφούς του. Οι δύο αυτές ταφές της Π. Διαθήκης αναφέρονται για να συγκριθούν με τη ταφή «του φίλου του Χριστού Λαζάρου» που τέλεσαν οι αδελφές του με συνείδηση ότι υπάρχει πέρα του τάφου ζωή (Ιωάν. ια΄.24). Όμως για να επιβεβαιωθεί η αθανασία την κατάλληλη ώρα φθάνει στη Βηθανία Αυτός που επιβεβαιώνει ότι είναι «η Ανάσταση και η Ζωή» και μάλιστα «ότι όποιος πιστεύει σ' Αυτόν και αν αποθάνει θα ζήσει» (Ιωάν.ό.π.25). Η γνωστοποίηση αυτής της υπερκόσμιας ελπίδας ότι η ζωή συνεχίζεται και μετά την σωματική φθορά του ανθρώπου ακούγεται από το στόμα του Ιησού πριν το Πάθος Του και πιστοποιεί «την κοινή μας ανάσταση» «προ εξ ημερών του Πάσχα». Τό δεύτερο ανάγνωσμα είναι εκ των Παροιμιών ( ΛΑ. 8-31) που με αφορμή τη πίστη στην αιωνιότητα των αδελφών του Λαζάρου και στους λόγους του ελθόντος στο μεταξύ Ιησού επαινεί την αξία της γυναίκας. 
Στο Εσπερινό της Βαϊοφόρου με το ίδιο ευφρόσυνο, και παραμυθητικό πνεύμα ξεκινούν και τα ιδιόμελα Στιχηρά και τα αναγνώσματα που μιλούν καθαρά για τον «αναπεσώντα» λέοντα και σκύμνο του Ιούδα, που αγγέλλει ο θνήσκων πατριάρχης Ιακώβ και χαιρετούν οι προφήτες Σοφονίας και Ζαχαρίας ως δίκαιο «σώζοντα» «βασιλέα» «επιβεβηκότα επί υποζύγιο και πώλον νέον»! Τα στιχηρά χαιρετίζουν τον θριαμευτικά εισερχόμενο στην Αγία Πόλη με το: «Ωσαννά ο έχων πλήθος οικτιρμών». Ο Όρθρος ανεφημεί την Ανάσταση του Λαζάρου αλλά εξυμνεί χαρμόσυνα τον Ερχόμενο στον Κανόνας του ο Κοσμάς με το «Ωσαννά Χριστός, ευλογημένος Θεός», που είναι και η ακροστιχίδα του Κανόνα. Με επευφημιστικά σύμβολα νίκης, κλάδους φοινίκων, καλούνται οι πιστοί να υποδεχθούν τον Λυτρωτή τους, «ως νικητή του θανάτου». Γιατί σ' αυτό αποσκοπεί όλο το Πάθος, στη νίκη κατά του θανάτου που προήλθε από την αμαρτία, νίκη που προτυπώθηκε με την Έγερση του Λαζάρου και ολοκληρώθηκε με την Κάθοδο στον Άδη και την Ανάσταση του Κυρίου. 
Τη Μ. Δευτέρα
Από τις εσπερινές ώρες της Κυριακής των Βαΐων αρχίζουν οι παννυχίδες των «Νυμφίων». Η κάθε μία τους αντιστοιχεί στον Όρθρο της επόμενης ημέρας. Η Ακολουθία ξεκινά μετά τον Εξάψαλμο με το κατανυκτικό τριπλό μέγα Αλληλουάριο που είναι έμμνηνο, γιατί έχει ως εφύμνιο βιβλικούς στίχους. Οι Ακολουθίες των τριών πρώτων ημερών συνήθως καλούνται «Νυμφίοι» γιατί ο πρώτος ύμνος που ακούγεται είναι για τον «Νυμφίο της Εκκλησίας» που η υποδοχή του αρχίζει λιτανευτικά μελωδικά και εποπτικά με την απεικόνιση του «Πάσχοντος Νυμφίου», ενώ τον αναμένουν οι προσελθόντες μέσα στη νύκτα προσκυνητές με ένδυμα γάμου και αναμμένες τις λαμπάδες της ψυχής τους. Η ιερή εικόνα του παραμένει στο κέντρο του κάθε ναού μέχρι το απόγευμα της Μ. Τετάρτης για να θυμίζει η ιστόρησή της πως εκεί «αναπαράγονται» τα ιερά γεγονότα του «καιρού εκείνου» για να συζούμε τα μυστικά νοήματα των Σεπτών Παθών του Σωτήρος Χριστού. 
Στις βραδινές συνάξεις της Κυριακής και της Δευτέρας το ανάγνωσμα είναι εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, που γράφηκε προς κατήχηση των εξ Εβραίων χριστιανούς. Η περικοπή αναφέρεται στην ακαρπία της συκιάς που ξεράθηκε γιατί έπαυσαν να τη ζωογονούν οι χυμοί των ριζών της στη γη. Και η Συναγωγή καθηλώθηκε στην τυπολατρική θρησκευτικότητα οδηγήθηκε στην αρτηριοσκλήρωση της ευσεβείας για να κατασταθεί ανίκανη για να δώσει καρπούς αγάπης. Ο Χριστός παραγγέλλει σε όσους αποξηραίνονται «κλίμα» άλλων εποχών: «Μηκέτι ἐκ σού καρπός γένηται εις τον αιώνα». Και αιτιολογημένα αρχίζει τη μεγάλη του διαμάχη με όσους τότε ευθύνονταν για το κατάντημα της Συναγωγής διηγούμενος τις παραβολές: «Των δύο τέκνων» ( Ματθ. κα΄ 28-32) και «Των κακών εργατών του αμπελώνα» ( Ματθ. κα΄33-44 και Μαρκ. ιβ΄1-12 και Λουκ.κ΄ 9-10).
Στη συνέχεια ο πολυμαθής Καλαβρός ερημίτης Κοσμάς ο Μελωδός, που έζησε αιχμάλωτος στην αραβοκρατούμενη τότε Παλαιστίνη, έγινε από τον Ιεροσολύμων Θεόδωρο το 743 επίσκοπος της παραθαλάσσιας πολίχνης των Ανδήδων, που λέγεται αραβικά Μαϊουμά. Αυτός συνέταξε τον Κανόνα της Μ. Δευτέρας, επάνω σε τρεις μόνον Ωδές, εξ αυτού και Τριώδια, με πρότυπα τη α΄, την η΄ και την Θ΄ Ωδή του Μωϋσέως (Δευτ. λβ΄. 1-43). Το πρώτο τροπάριο του κάθε Κανόνα καλείται «ειρμός» και καθορίζει το μέτρο τη μελωδία των τροπαρίων που τον ακολουθούν. Η Α΄ Ωδή περιστρέφεται γύρω από την αγνωμοσύνη των Εβραίων για την θαυμαστή διάβασή τους από την Ερυθρά θάλασσα κατά την Έξοδό τους από την Αίγυπτο και ότι η συγκατάβαση του Θεού συνεχίστηκε προσφέροντας το νέο πρότυπο του Αδάμ και προεικονίζεται ο Χριστός στο πρόσωπο του ενάρετου παιδιού του πατριάρχη Ιακώβ, τον παγκαλο Ιωσήφ. Ακολουθεί το Μηνολόγιο που υπομνηματίζει το εορτολόγιο της ημέρας και συνεχίζεται ο Κανόνας με την Η΄ Ωδή που αναφέρεται στον ύμνο των Τριών Παίδων οι οποίοι μέσα από τῆ φωτία της καμίνου ταπεινοί υμνολογούν τον αληθινό Θεό και διαιωνίζουν την αληθινή πίστη τηρούντες τις εντολές Του, που αγνοούνται από όσους διαβιούν μέσα στην αταξία της αμαρτίας. Η Θ΄ Ωδή περιέχει έπαινο και τιμή προς την Υπεραγία Θεοτόκο η οποία συνετέλεσε για να γεννηθεί Εκείνος, που θα ταπεινωθεί μέχρι σταυρώσεως για τη Σωτηρία μας. Τα τροπάρια που ακολουθούν τους τρείς ειρμούς θεωρούνται υψηλής στάθμης βήματα προετοιμασίας για το Πάσχα. Μετά έρχεται να κρούσει τη πόρτα της καρδιάς των προσευχόμενων το δημοφιλές Εξαποστειλάριο, που αντλεί το περιεχόμενό του από τη παραβολή των 10 Παρθένων (Ματθ. κε΄1-13) και ψάλλει: «Τον νυμφώνα Σου βλέπω Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ, λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, φωτοδότα και σώσον με».
Οι Αίνοι που ακολουθούν μιλούν για τις παλαιές γραπτές προσρήσεις του Ιησού, που μιλούν για το εκούσιο Πάθος Του και για την Ανάσταση Του σε τρείς ημέρες. Και τα ιδιόμελα απόστιχα που ακολουθούν επικεντρώνεται σε διάφορες στιγμές του βίου Του που μίλησε για το «ποτήριο του θανάτου» που θα γευθεί, όπως στη συνομιλία με τη μητέρα των Ζεβεδαίων, που θα είναι καθαρτήριο για τις από Αδάμ αμαρτίες της ανθρωπότητας, η οποία για την αμετανοησία της καταστάθηκε άκαρπη συκιά που τελικά ξεράθηκε. Και η πρώτη παννυχίδα τελειώνει με τη προσευχή του αγίου ασκητή Εφραίμ του Σύρου που είναι από τον 4ο αιώνα μία βαθιά ενδοσκόπιση των αδυναμιών μας που παρέχει και τα αντίδοτα για θεραπευτική αγωγή για τη προσέγγιση των υψηλών νοημάτων των ημερών αυτών. 
Την Μ. Δευτέρα το πρωΐ, για να «οικονομηθεί» η ώρα εργασία των θρησκευόμενων και να μετριαστεί κατά νεώτερο έθος η παλαιότερη ολοήμερη νηστεία, ετεροχρονίζεται η Ακολουθία του Μ. Απόδειπνου και των Ωρών. Στη Τριθέκτη Ώρα διαβάζεται η προφητεία του Ιεζεκιήλ ( α΄ 1), προφήτη «παρηγορητή» του αρχαίου Ισραήλ, με τα μυστικά οράματα των συμβόλων, που ταυτίστηκαν με τα Ευαγγέλια των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Με τον Ματθαίο συνδέθηκε ο αγγελόμορφος Άνθρωπος, με το Μάρκο ο Λέοντας, με το Λουκά ο Μόσχος και με τον Ιωάννη ο υψιπέτης Αετός. Και οι τέσσερις αποτελούν τη γραπτή πηγή του Πάθους του Κυρίου.
Μετά την Θ΄ Ώρα ορίζεται από τον 52 κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (692) ότι τις ημέρες της κάθε εβδομάδος της Μ. Τεσσαρακοστής επιτρέπεται μόνον η τέλεση της «Ακολουθίας των Προηγιασμένων Δώρων» ενωμένη πάντα με τον Εσπερινό κατά την οποίαν είναι «τετελεσμένη» ηκαθαγίαση του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού και αποτελεί μόνον απλή Μετάδοση των Προαγιασθέντων Τιμίων Δώρων. Η Ιστορία τελέσεώς της είναι αρχαιότατη και προέκυψε από την έκτακτη ή την τακτική ανάγκη συσωματώσεως των ευσεβών χριστιανών με το «Προηγιασμένο Σώμα» του Χριστού. Αυτή τελείται κατανυκτικά εκφράζοντας μετά τη νηστεία, τη συντριβή πνεύματος, την ταπείνωση και με εγκάρδια θλίψη χωρίς πομπώδη παρουσία και πολυτελή άμφια . Τελείται μόνον Τετάρτη διότι κατά τη παράδοση την «ημέρα» αυτή δημιουργείται ο άνθρωπος «κατ' εικόνα» Θεού και «καθ' ομοίωση» Του, ενώ κατά την «ημέρα» Παρασκευή συνέβη η πικρά παρακοή της θεϊκής εντολής και η Έξωσή του ανθρώπου από τον Παράδεισο και διαταράχθηκε η σχέση Δημιουργού και δημιουργήματος. 
Η Προηγιασμένη αρχίζει με τον Προιμιακό ψαλμό 103 και το το ΙΗ΄ (18) Κάθισμα του Ψαλτηρίου και τα «Προς Κύριο» σε τρίς στάσεις με εναλλαγή ευχών, συναπτών και εκφωνήσεων μέχρι την σιωπηρά και ευλαβή μεταφορά των Τίμιων Δώρων από το Αρτοφόριο του Θυσιαστηρίου στην Αγία Προθέσεως. Μετά τη συναπτή οι χοροί ψάλλουν κατά τη Τυπική Τάξη τα «εσπέρια τροπάρια» εκ του Τριωδίου και έπεται η Μικρά Είσοδος. Η «Λειτουργία του Λόγου» συμπληρώνεται με τα τρία Αναγνώσματα. Το πρώτο είναι από το βιβλίο της Εξόδου (α΄. 1-21) με την ιστορία του σήμερα τιμώμενου ενάρετου γιού του πατριάρχη Ιακώβ, Ιωσήφ του πάγκαλου, που θεωρείται ο κατ' εξοχή τύπος του πανάρετου τηρητή της αγνότητος που πουλήθηκε από τούς αδελφούς του Ιουδαίους. Το δεύτερο είναι εκ του βιβλίου του πολύαθλου Ιώβ ( α΄. 1-12), που κατά συμβουλή του αδελφόθεου Ιακώβου οφείλουμε : «την υπομονήν Ιώβ ηκούσατε, και το τέλος Κυρίου είδεται» (Ιακ.ε΄11). γιατί το πρόσωπο του Ιώβ θεωρείται πρότυπο του κατ' εξοχή πάσχοντος δικαίου, του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Μετά το «Κατευθυνθήτω» ακολουθεί περικοπή εκ του κατά Ματθαίον. (κεφ.κδ΄1-35) όπου ο Ιησούς στο όρος των Ελαιών με μιά αποκαλυπτική και μυστηριώδη ομιλία προς τους μαθητές του μιλά για τα σημεία των έσχατων καιρών, ώστε να μη παραπλανόνται από ψευδόχριστους ψευδοπροφήτες. Τις τελευταίες ημέρες εγκόσμιας παρουσίας του Ιησού περιγράφεται με τόση ζωηρότητα η πένθιμη εικόνα της Β΄ Παρουσίας δεν αποσκοπεί να τρομάξει τους μαθητές του, αλλά να τους υποδείξει ότι μετά από τα συγκλονιστικά συμβάντα θα έλθει η μεγάλη ημέρα της αιωνιότητας για την οποία πρέπει πάντα να επαγρυπνούν οι άνθρωποι, όπως συμβαίνει στους γάμους στην Ανατολή όταν έρχεται τη νύκτα ο Νυμφίος για να παραλάβει τη νύφη. Η εικόνα αυτή προετοιμάζει για τη παννυχίδας που σε λίγες ώρες θα αρχίσει με την Ακολουθία του Όρθρου της Μ. Τρίτης.
[Συνεχίζεται] Πηγή paraklisi.blogspot.gr  /  amen.gr 

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος

 Φώτη Κόντογλου

Vaiforos[1]Ἐκεῖνος πού ἔχει θρόνο τὸν οὐρανὸ καὶ ὑποπόδιο τή γῆ, ὁ γυιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Λόγος του ὁ συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε καὶ ἦρθε στή Βηθανία ἀπάνω σ’ ἕνα πουλάρι. Καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων τὸν ὑποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ». Οἱ πολέμαρχοι τοῦ κόσμου, σὰν τελειώνανε τὸν πόλεμο καὶ βάζανε κάτω τοὺς ὀχτροὺς τους, γυρίζανε δοξασμένοι καὶ καθίζανε ἀπάνω σὲ χρυσὰ ἁμάξια γιά νά μποῦνε στήν πολιτεία τους.
Μπροστὰ πηγαίνανε οἱ σάλπιγγες κι οἱ σημαῖες κ’ οἱ ἀντρειωμένοι στρατηγοὶ καὶ πλῆθος στρατιῶτες σκεπασμένοι μὲ σίδερα ἄγρια καὶ βαστώντας φονικὰ ἅρματα γύρω σ’ ἕνα ἁμάξι φορτωμένο μὲ λογῆς-λογῆς ἁρματωσιὲς καὶ σπαθιὰ καὶ κοντάρια παρμένα ἀπὸ τὸ νικημένο ἔθνος.
Ὅλοι οἱ πολεμιστὲς ἤτανε σὰν ἄγρια θηρία σιδεροντυμένα, τὰ κεφάλια τους ἤτανε κλειδωμένα μέσα σὲ φοβερὲς περικεφαλαῖες, τὰ χοντρὰ καὶ μαλλιαρὰ χέρια τους ἤτανε ματωμένα ἀπὸ τὸν πόλεμο, τὰ γερὰ ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα καὶ τεντωμένα, σὰν τοῦ λιονταριοῦ πού ξέσκισε μὲ τὰ νύχια του τὸ ζαρκάδι καὶ τανύζεται μὲ μουγκρητὰ καὶ φοβερίζει τὸν κόσμο.
Ὕστερα ἐρχότανε τὸ χρυσὸ τ’ ἁμάξι τοῦ πολέμαρχου, ποὺ καθότανε σ’ ἕνα θρονὶ πλουμισμένο μ’ ἀκριβὰ πετράδια, περήφανος, ἀκατάδεχτος, φοβερός, ποὺ δέν μποροῦσε νά τὸν ἀντικρύσει μάτι δίχως νά χαμηλώσει καὶ βαστοῦσε τὸ τρομερὸ σκῆπτρο του, ποὺ κάθε σάλεμά του ἤτανε προσταγή, δίχως ν’ ἀνοίξει τὰ στόμα του αὐτός πού τὸ κρατοῦσε. Ἄλογα ἀνήμερα, ἤτανε ζεμένα σ’ αὐτὰ τ’ ἁμάξια, μὲ λουριὰ χρυσοκεντημένα μὲ γαϊτάνια καὶ περπατούσανε κι αὐτὰ καμαρωτὰ καὶ περήφανα σὰν τοὺς ἀνθρώπους.
Ἕνα κορίτσι ἔμορφο σὰν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστοῦσε ἕνα χρυσὸ στεφάνι ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ νικητῆ, κι ἄλλα κορίτσια κι ἀγόρια ῥίχνανε λιβάνια κι ἄλλα μυρουδικὰ σὲ κάποια μεγάλα θυμιατήρια ὅμοια μὲ μανουάλια.
Ἀπὸ πίσω ἐρχόντανε οἱ σκλάβοι ἄντρες καὶ γυναῖκες κι ὁποῖοι ἤτανε ἄῤῥωστοι καὶ λαβωμένοι, τοὺς σέρνανε καὶ τοὺς χτυπούσανε οἱ στρατιῶτες. Ὅση δόξα εἴχανε αὐτοί πού πηγαίνανε μπροστά, ἄλλη τόση καταφρόνεση καὶ δυστυχία εἴχανε ὅσοι ἀκολουθούσανε ἀπὸ πίσω. Αὐτοὶ ἤτανε δεμένοι μὲ σκοινιὰ καὶ μ’ ἁλυσίδες, πολλοὶ πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σὰν πεθαμένοι ἀπὸ τὰ μαρτύρια κι ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία. Πολλοὶ ἤτανε μισόγυμνοι κ’ οἱ πλάτες τους ἤτανε μελανιασμένες ἀπὸ τὸ βούνευρο. Ἀνάμεσά τους ἤτανε γυναῖκες, παρθένες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες μὲ ἀθῶα μωρὰ στήν ἀγκαλιὰ τους, γρηές πού βαστούσανε τὰ ἐγγόνια τους ἀπὸ τὸ χέρι, ὅλες κατατρομαγμένες σὰν τὰ ἀρνία πού τὰ πάνε στόν μακελάρη.
Γύρω ὁ κόσμος ἔκανε σὰν τρελλὸς καὶ φώναζε καὶ δόξαζε τὸν νικητή κι ἀπὸ πολλὰ στόματα τρέχανε ἀφροί. Ἀλαλαγμὸς ἔβγαινε σὰν καπνὸς ἀπ’ ὅλη τὴν πολιτεία. Αὐτὴ τὴν παρατάξη τή λέγανε «θρίαμβο». Ἕναν τέτοιον θρίαμβο ἔκανε κι ὁ Χριστὸς σήμερα, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης. Μά, ὅπως τὰ ἄλλαξε ὅλα καὶ τὰ ἔκανε ἀνάποδα ἀπ’ ὅ,τι συνηθίζανε οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι κι ὁ θρίαμβος πού ἔκανε, ἤτανε θρίαμβος τῆς φτώχειας καὶ τῆς ταπείνωσης.
Ὁ Ῥωμαῖος ὕπατος ἤτανε καθισμένος ἀπάνω σὲ θρόνο καὶ σὲ χρυσὸ ἁμάξι, μὰ ὁ Χριστὸς ἤτανε καβαλικεμένος ἀπάνω σ’ ἕνα πουλάρι, σ’ ἕνα γαϊδουρόπουλο, πού ’νε τὸ πιὸ ταπεινὸ καὶ καταφρονεμένο ἀνάμεσα στά ζῶα. Κι’ ὁ ἴδιος ἤτανε ταπεινός, πρᾶος, ἥσυχος, φτωχοντυμένος, κατὰ τὴν προφητεία πού ἔλεγε: «Εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών• Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πρᾶος καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον, υἱὸν ὑποζυγίου».
Τὸ χέρι του δέν βαστοῦσε σκῆπτρο, ἀλλὰ βλογοῦσε τὸν κόσμο. Ἀπὸ πόλεμο ἐρχότανε καὶ κεῖνος, μὰ ἕναν πόλεμο πολὺ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στήν κακία καὶ στήν ψευτιὰ καὶ στήν ὑποκρισία καὶ στή φιλαργυρία. Καὶ δέν πήγαινε νά ξεκουραστεῖ ἀπ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ἀλλὰ πήγαινε ν’ ἀρχίσει ἄλλον, πιὸ σκληρόν, καὶ νά στεφανωθεῖ μ’ ἀγκαθένιο στεφάνι καὶ νά δαρθεῖ καὶ νά περιπαιχθεῖ καὶ στό τέλος νά καρφωθεῖ ἀπάνω σ’ ἕνα ξύλο σὰν κακοῦργος. Δέν ἤτανε τριγυρισμένος ἀπὸ ἀγριεμένους ὑποταχτικούς, ἀλλὰ ἀπὸ ἄκακους ψαράδες, καταφρονεμένους σὰν καὶ Κεῖνον. Κι οὔτε ἔσερνε ἀπὸ πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, ἀλλὰ ἀνθρώπους πού τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τή σκλαβιὰ τοῦ διαβόλου καὶ πεθαμένους πού ἀναστηθήκανε ἀπὸ τή φωνή του.
Σάλπιγγες καὶ τούμπανα δέν φωνάζανε γιά νά τὸν δοξάσουνε, ἀλλὰ παιδιὰ ἀθῶα πού συμβολίζανε τὴν ἁπλότητα πού ἔχουνε οἱ χριστιανοὶ καί πού φωνάζανε, «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» καὶ κρατούσανε ἀντὶ γιά σημαῖες καὶ γιά μπαϊράκια κλαδιά πράσινα τῶν δέντρων. Κλαδιά χλωρὰ καὶ ῥοῦχα στρώνανε χάμω γιά νά πατήσει τὸ γαϊδούρι καὶ νά περάσει. Κι αὐτὸ τὸ βλογημένο πήγαινε μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι, ταπεινό, ἀνήξερο, σηκώνοντας τὸν Χριστό πού καθότανε πρωτύτερα ἀπάνω στά τρομερὰ ἑξαφτέρουγα Σεραφείμ πού εἶναι ἀπὸ φωτιά. Δέν ἀξιώθηκε νά τὸν σηκώσει κανένα χρυσὸ ἁμάξι, μήτε ἄλογο ἀκριβοσελωμένο, μήτε καμμιὰ κούνια πού νά τή βαστάνε ἀντρειωμένοι βαστάζοι, ἀλλὰ τὸν σήκωνε τὸ γαϊδούρι. Ποιό μάτι δέν δακρύζει ἅμα συλλογιστεῖ αὐτὸ τὸ μυστήριο!
Ὁ Χριστὸς ἀναποδογύρισε ὅσα εἶχε γιά σωστὰ καὶ γιά ἀληθινὰ ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ ἄνθρωπος. Ποιός ὅμως εἶναι σὲ θέση νά νοιώσει τὴν ἐλευθερία πού μᾶς ἔφερε καὶ νά ἀκολουθήσει τὸ πουλάρι μὲ τὸ σκοινένιο καπίστρι κι ὄχι τ’ ἀφρισμένα τ’ ἄλογα πού χλιμιντράνε καμαρωτὰ καὶ νά μὴ μπεῖ στή Ῥώμη μὲ τὰ πολλὰ τὰ εἴδωλα, παρὰ νά μπεῖ μαζὶ μὲ τὸν βασιλιᾶ τῆς εἰρήνης στήν Ἀπάνω Ἱερουσαλήμ; Πολλοί, ποὺ εἶναι σοβαροὶ ἄνθρωποι, θὰ ποῦνε πώς δέν τὰ καταλαβαίνουνε αὐτὰ καί πώς τὰ παιδιὰ παιδιακίζουνε κ’ οἱ ἄντρες ἀντρειεύουνται.Τὰ ἴδια λέγανε κ’ οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ σπουδασμένοι. «Ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τὰ θαύματα ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παῖδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας: Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυίδ, ἠγανάκτησαν καὶ εἶπον αὐτῷ: Ἀκούεις τὶ οὗτοι λέγουσιν;Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς: Ναί• οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον; Καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως».
Οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ γραμματεῖς διαβάσανε τὸν ψαλμὸ τοῦ Δαυίδ πού ἔλεγε πώς θὰ προϋπαντήσουνε τὸν Χριστὸ τὰ νήπια καὶ δέν πιστέψανε ὡστόσο σ’ αὐτόν πού ὑμνολογούσανε. Ἀμή, ἐμεῖς πού διαβάσαμε στό σημερινὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν ψαλμὸ κι αὐτὰ πού εἶπε ὁ Χριστὸς στούς Ἑβραίους, δέν θὰ κριθοῦμε πιὸ αὐστηρὰ, ἂν δέν τὸν πιστέψουμε; Ἡ ματαιότητα κ’ ἡ περηφάνεια μᾶς κάνουνε νά μὴν καταδεχόμαστε νά πᾶμε μαζὶ μὲ τή φτωχὴ συνοδεία του, ντρεπόμαστε νά ἀκολουθήσουμε ἕνα ἀρχηγό πού πάει καβαλικεμένος ἀπάνω σ’ ἕνα γαϊδούρι. Τὰ ταπεινά, τὰ φτωχικά, δέν τὰ θέλουμε. Μὰ μπορεῖ νά γίνει χριστιανὸς ὅποιος δέν ἀγαπᾶ αὐτὰ πού ἀγάπησε ὁ Χριστός;
Χθές, Σάββατο, ἀνάστησε ἕναν πεθαμένο ἄνθρωπο, τὸν Λάζαρο. Ποιός ἤτανε αὐτὸς ὁ Λάζαρος; Κανένας ἐπίσημος ἄνθρωπος, κανένας τρανός; Ὁ Λάζαρος ἤτανε φτωχός, χωριάτης, κι ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ἤτανε φίλος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶχε φίλους ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἕναν φίλο σημειώνει τὸ Εὐαγγέλιο πώς εἶχε ὁ Χριστὸς στόν κόσμο, κι αὐτὸς ἤτανε φτωχὸς κι ἀγράμματος. Μὰ ποιός ἀπὸ μᾶς ἀγαπᾶ αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχια τοῦ Χριστοῦ; Ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι ἡ φτώχια ἡ ἀληθινή, ὅπως ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστὸς λείπει κ’ ἡ ζωὴ ἡ ἀληθινὴ καὶ βασιλεύει ὁ θάνατος. Αὐτὸ θὰ τὸ καταλάβεις καλώτατα ἂν γυρίσεις καὶ δεῖς γύρω σου κι ἀκουμπήσεις τὸ κεφάλι σου καὶ συλλογιστεῖς.
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ Ῥωμαῖοι κ’ οἱ παντοδύναμοι ἀφέντες πού κάνανε τοὺς θριάμβους ὁπού ἱστορήσαμε πρωτύτερα; Τὶ γινήκανε κι αὐτοὶ κι οἱ μυριάδες πού τοὺς προσκυνούσανε καὶ πού γονατίζανε μπροστὰ τους σὰν τὰ καλάμια πού τὰ γέρνει ὁ βοριάς; Ποιός τοὺς φέρνει στόν νοῦ του ἐξὸν κάποιοι πού γράφουνε τὰ ἱστορικὰ ἐκείνου τοῦ καιροῦ; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, ἄλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, ὅλα πέσανε σ’ ἕναν λάκκο καὶ χαθήκανε καὶ σβύσανε σὰν να μὴ γινήκανε ποτές. Καὶ τὶ ἀπόμεινε ἀπὸ ὅλα τοῦτα στίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων; Τίποτα κι ἀκόμα πιὸ λίγο ἀπὸ τίποτα.
Πλὴν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄπιστος ἀκόμη καὶ σ’ αὐτά πού βλέπει καὶ σ’ αὐτά πού πιάνει μὲ τὰ χέρια του καὶ τραβᾶ τὸν δρόμο πού τραβήξανε καὶ ’κεῖνοι καὶ σέρνει μὲ εὐχαρίστηση τὸ ἅρμα τοῦ Νέρωνα, γιατὶ εἶναι «νεῦρον σιδηροῦν ὁ τράχηλός του». Τ’ αὐτιὰ του εἶναι σφαλιχτὰ σὲ Κεῖνον πού λέγει: «Ἐγώ εἰμι Θεὸς πρῶτος  καὶ εἰς τὰ ἐπερχόμενα ἐγώ εἰμι. Ἐγὼ βοσκήσω τὰ πρόβατά μου καὶ ἐγὼ ἀναπαύσω αὐτά». Ἐκεῖνος πού καθότανε ἀπάνω στό γαϊδούρι, ἐκεῖνος εἶναι ζωντανὸς μέσα στίς ἁπλὲς ψυχὲς στόν αἰῶνα κι εἶναι γιά δαῦτες θροφή, πηγὴ ἀθανασίας, χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, κατὰ τὸν λόγο πού λέγει: «Εὐφρανθήσεται καρδία ζητούντων τὸν Κύριον». Ναί, ὅποιος ἔνοιωσε τή χαρά τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σὰν τὸν πεθαμένο πού ἀναστήθηκε.
Στόν κόσμο ὑπάρχουνε πονεμένοι λογῆς-λογῆς. Ὅσοι πονάνε στό κορμὶ καὶ στήν ψυχὴ κι ὁ πόνος τούς καθαρίζει καὶ τοὺς πηγαίνει στόν Θεό, αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀγαπημένοι τοῦ Χριστοῦ καὶ περπατάνε στή στράτα του μὲ τὸ φῶς του τὸ παρηγορητικό. Οἱ ἄλλοι ὑποφέρουνε ἄγονα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς Κορινθίους: «Νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ’ ὅτι ἐλυπήθητε κατὰ Θεόν, ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν. Ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται• ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται».
 Γι’ αὐτούς πού ἐλπίζουνε στόν Θεό, δέν μετάλλαξε ὁ Χριστὸς τὸν ἄγονον ἱδρῶτα τους σὲ ἱδρῶτα σωτηρίας, «ἱδρῶτα ἱδρῶτι», ἀλλὰ θρηνοῦνε καὶ πονάνε παντοτινὰ σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες, σφαζόμενοι μὲ τό μαχαίρι τῆς μοίρας. Γι’ αὐτοὺς δέν ἄλλαξε ὁ Χριστὸς τὸν ἱδρῶτα τῆς ἀγωνίας τους σὲ ἱδρῶτα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐλπίδας. Ὅποιος δέν πιστεύει στόν Χριστὸ καὶ στό Εὐαγγέλιο, εἶναι πεθαμένος, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἀληθινὴ ζωὴ μέσα του. Γιατὶ ζωὴ δέν θὰ πεῖ νά ἀνασαίνεις καὶ νά περπατᾶς καὶ νά τρῶς καὶ νά πίνεις, ἀλλὰ νά νοιώθεις τή χάρη τῆς ἀθανασίας. Τότε θὰ μπορεῖς νά ψάλεις μαζὶ μὲ τὸν ὑμνωδὸ τοῦτο τὸ ἐξαίσιο ἀπολυτίκιο:
 «Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς, ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
πηγή

Κυριακή των Βαΐων.  
Από   kirigmata.blogspot.gr
 "Πρό ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα" ὁ Ἰησοῦς ἀποθεώνεται στά Ἰεροσόλυμα. Εἰσέρχεται ὡς Βασιλεύς ἔστω καί "ἐπί πῶλον ὄνου". Μετά ταῦτα ὅμως, σέ λίγες ἡμέρες, ἀμέσως, ἀκολουθοῦν ἡ σύλληψις, τά φρικτά πάθη, ὁ σταυρός. Ὅμως καί αὐτή τήν ὥρα τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα εἶναι παρών ὁ Σταυρός, τό μαρτύριο, ἡ ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ. Καί θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ἡ ἔνδοξος εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στήν Ἁγία Πόλη, εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ μαρτυρίου στήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Κυρίου καί κατ' ἐπέκταση καί στήν ζωή τοῦ κόσμου, στή ζωή ὅλων μας.

Μαρτύριο, λοιπόν, διαμηνύει, καί μαρτύριο κηρύττει ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων κάθε χρόνο. Μαρτύριο ὅμως χριστιανικό πού ὑπόσχεται αἰώνια ζωή καί Ἀνάσταση.
Στήν Βαϊφόρο εἰκόνα πού προσκυνοῦμε σήμερα, βλέπουμε τόν Χριστό νά εἰκονίζεται ἐπάνω στόν "υἱόν ὑποζυγίου" καί νά πορεύεται ἐπάνω στά Βάϊα τῶν κλάδων καί στά λουλούδια. Κάτω ὅμως ἀπό τίς δάφνες αὐτές καί τά ἄνθη καί τούς ἐνθουσιώδεις ἀλαλαγμούς τοῦ πλήθους ὑπάρχει ἕνα πικρό ποτήρι, ἄγνωστο στόν ἀνώνυμο ὄχλο. Εἶναι τό ποτήρι τῆς χαρμολύπης. Εἶναι συγχρόνως ἡ μαρτυρία τῆς καταιγίδος καί τῆς ἀνοίξεως, τῆς γλυκύτητος καί τοῦ πόνου.
Ἡ σημερινή δόξα καί ἀποθέωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν ὄχλο ἦταν φευγαλέα καί πρόσκαιρη, γιατί τήν ἀκολούθησε ἡ καταδίκη καί ὁ θάνατος, πάλι ἀπό τόν ἴδιο ὄχλο. Καί μάλιστα θάνατος "ἐπί σταυροῦ". Γι' αὐτό καί ὁ Κύριος δέν δίνει σημασία στά Ὡσαννά, ἀλλά συνεχίζει τήν πορεία του εἰς Ἰερουσαλήμ. Γιατί ὁ Χριστός πίσω ἀπό αὐτά βλέπει τήν ἀλήθεια, βλέπει τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση ὡς πραγματικότητα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἀγωνίζεται νά ζήσει ἀληθινά καί νά ἀνταποκριθεῖ στήν κλήση του.
Γι' αὐτό σήμερα, ὅταν προσκυνοῦμε τόν δοξασμένο Ἰησοῦ, δοξασμένο ἔστω καί κατά τήν κρίσι "τοῦ κόσμου τούτου", ψάλλουμε τό περίφημο τροπάριο τῆς σοφίας, τοῦ βιώματος καί τῆς θεοπνεύστου συλλήψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας: "Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε, καί πάντες αἵροντες τόν Σταυρόν Σου, Κύριε, λέγομεν: Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου".
Καί ἀμέσως ἡ καρδιά καί τό βλέμμα μας βυθίζεται πέρα καί πίσω ἀπό τό σκοτάδι τοῦ Γολγοθᾶ, στό φῶς καί τήν δόξα τῆς Ἀναστάσεως.
 π. Α.Χ.
αποστολική διακονία 

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Ο Άγιος Λάζαρος στην Ορθόδοξη Εικονογραφία

Στο Απολυτίκιο του Σαββάτου του Λαζάρου ψάλλουμε:
«Την κοινήν Ανάστασιν προ του Σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, Σοι τω Νικητή του θανάτου βοώμεν ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο Ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Με τα λόγια αυτά δοξολογεί η Εκκλησία μας την Ανάσταση του εδώ τιμωμένου Αγίου Λαζάρου. Και ταυτόχρονα φανερώνει με αυτά το βαθύτερο νόημα και του θαύματος της Αναστάσεώς του και της εορτής της εκκλησιαστικής που σχετίζεται με αυτό. Ότι δηλαδή το θαύμα αυτό του Κυρίου δεν είναι μόνο ένα γεγονός της ζωής του Λαζάρου, αλλά και προτύπωση της κοινής Αναστάσεως ολοκλήρου του γένους των ανθρώπων. Την ίδια όμως αλήθεια που εκφράζει η Εκκλησία με την θεολογική ποίηση και την δοξολογική μουσική της, την ίδια ακριβώς εκφράζει και με μιαν άλλη γλώσσα, με την ζωγραφική γλώσσα της εικονογραφίας. Το πως, με ποιούς τρόπους, η ζωγραφική εκκλησιαστική γλώσσα τιμά και υμνεί τον τιμώμενο και στο παρόν συμπόσιο Άγιο Λάζαρο θα αποτελέσει το θέμα της εισηγήσεώς μας. Η ορθόδοξη εικονογραφία έχει αφιερώσει στον Άγιο Λάζαρο δύο εικονογραφικά θέματα. Το ένα αναφέρεται στην υπό του Κυρίου Ανάσταση του Λαζάρου. Το άλλο είναι η ιδιαίτερη προσωπική εικόνα του Αγίου Λαζάρου ως ιεράρχου. Θα περιγράψουμε τα δύο αυτά θέματα και στο τέλος θά δούμε συνολικά τη θέση και τη σημασία του Αγίου Λαζάρου στην ορθόδοξη εικονογραφία και στη θεολογία της Αναστάσεως.
Α΄ Το Εικονογραφικό θέμα της «Αναστάσεως του Λαζάρου»
Το θέμα αυτό είναι ευαγγελικό και ιστορικό. Βασίζεται σε διηγήσεις των Ευαγγελίων (Ιω. 11,1 – 44), και δεν είναι κατ’ αρχήν συμβολική παράσταση. Αποτελεί απεικόνιση γεγονότος ιστορικού που έλαβε χώραν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Στη Βηθανία. στον τόπο όπου έμενε ο φίλος του Κυρίου με τις αδελφές του λίγες ημέρες προ του πάθους του Κυρίου. Περιέχει, λοιπόν, η εικόνα της «Αναστάσεως του Λαζάρου» συγκεκριμένα ιστορικά στοιχεία τα οποία είναι τα ακόλουθα:
1) Τα τελούμενα συμβαίνουν έξω της Βηθανίας, η οποία φαίνεται στο βάθος.
2) Φαίνεται ο τάφος, από τον οποίον άνθρωποι αφαιρούν την πλάκα.
3) Ο Λάζαρος φαίνεται μέσα στο μνημείο όρθιος ή να ανακάθεται, τυλιγμένος με τα σάβανα.
4) Ένας εικονιζόμενος φέρνει το μανίκι του στη μύτη για να αποφύγει την δυσοσμία που όλοι περιμένουν από έναν τετραήμερο νεκρό.
5) Αυτός που φέρει την πλάκα του τάφου φαίνεται να καταβάλλει μεγάλη μυϊκή δύναμη για να σηκώσει το βάρος της πέτρας.
6) Φίλοι, γείτονες και μαθητές παρακολουθούν έκθαμβοι.
7) Η Μάρθα και η Μαρία προσκυνούν τον Κύριο και του φιλούν τα πόδια με ευγνωμοσύνη.
8) Ο Ιησούς είναι παρών και απευθύνει το κάλεσμα προς τον Λάζαρο ευλογώντάς τον με το δεξί του χέρι. Είναι το κυριαρχούν στη σύνθεση πρόσωπο, το οποίο προσδίδει στην ζωγραφική και κάποιους άλλους χαρακτήρες που ξεπερνούν τα ιστορικά δεδομένα και ανάγουν την εικόνα σε ένα άλλο επίπεδο, στο οποίο θα αναφερθούμε σε λίγο. Πάντως ήδη σ’ αυτά τα ιστορικά στοιχεία της εικόνος καταβάλλεται προσπάθεια να φανεί πως ο Ιησούς είναι πηγή δυνάμεως και ζωής. Η ζωγραφική ως τέχνη της οράσεως και όχι της ακοής, ως τέχνη του χώρου και όχι του χρόνου, δεν μπορεί να έχει κίνηση και δράση, ούτε να μας βάλει να ακούσουμε το «Λάζαρε, δεύρο έξω». Όμως μπορεί αντ’ αυτού να βρει τη γόνιμη στιγμή, όπου ο Ιησούς έχει πάρει την παντοκρατορική στάση σαν Κύριος της ζωής και του θανάτου και κοιτάζοντας προς τον νεκρό φίλο Του με αστραφτερή ματιά, απλώνει δυναμικά το χέρι και τον ευλογεί, κι αυτή η χάρη που του δίνει είναι και η ζωή του Λαζάρου.
Ας συγκρατήσουμε αυτά τα ιστορικά στοιχεία για την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, υπογραμμίζοντας την θέση – κλειδί που κατέχει ο Ιησούς στην παράσταση. Και ας επιχειρήσουμε να εντάξουμε την εικόνα της αναστάσεως του Λαζάρου μέσα στο όλο λειτουργικό πλαίσιο της εικονογραφίας. Θα δούμε τότε ότι η Εκκλησία δίνει στο εικονογραφικό θέμα της αναστάσεως του Λαζάρου ιδιαίτερη αξία. Δεν το θεωρεί ως ένα από τα θαύματα του Κυρίου μόνο, ούτε ως ένα επεισόδιο από το βίο ενός αγίου της απλώς. Συμπεριλαμβάνει το θέμα στο Δαιδεκάορτο, δηλαδή μέσα στον εικονογραφικό κύκλο των δώδεκα γεγονότων που θεωρεί ως τα πλέον βασικά στην ένσαρκο Οικονομία του Χριστού. Τις δώδεκα αυτές σκηνές τοποθετεί ή στις καμάρες της στέγης του ναού που σχηματίζουν το σταυρό του βυζαντινού ρυθμού ή στις φορητές εικόνες που σχηματίζουν το Εικονοστάσι ή Τέμπλο.
Είναι φανερό πως θέλει να μας χειραγωγήσει από τα κατώτερα διαζώματα τοιχογραφιών με μεμονωμένους αγίους, σκηνές από τους βίους και θαύματά των, προς την ένσαρκο Οικονομία του Χριστού (πάνω στις κεραίες της σταυροειδούς στέγης του ναού) που παρουσιάζει το Δωδεκάορτο και μέσω του Δωδεκαόρτου προς κάτι άλλο. Μας οδηγεί προς τον Ερχόμενο Παντοκράτορα Χριστό, ο οποίος ανατέλλει ως νοητός ήλιος της δικαιοσύνης από το βάθος του τρούλλου.
Οι εικόνες πάλι του τέμπλου μας εισοδεύουν στο Ιερό Βήμα, στην ευχαριστιακή ατμόσφαιρα που δεν είναι άλλο από πρόγευση της εσχάτης ημέρας, πάλι δηλαδή του Ερχόμενου Χριστού, που μας ανοίγει τη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Πρέπει, λοιπόν, έκτος από την καθαρά ιστορική διάσταση να αναζητήσουμε στα θέματα του Δωδεκαόρτου (επομένως και στην Ανάσταση του Λαζάρου) μιαν άλλη ερμηνεία και σημασία. Η λειτουργική τους θέση των μεν τοιχογραφιών μεταξύ ουρανού και γης, των δε φορητών εικόνων μεταξύ κυρίως Ναού και Βήματος σημαίνει λειτουργικά μία θέση ανάμεσα στην ιστορία και στα έσχατα. Και πράγματι, αν προσέξουμε την εικόνα της αναστάσεως του Λαζάρου και αν την δούμε μέσα στο γενικό κλίμα της ορθοδόξου εικονογραφίας, θα καταλήξουμε πως κάτω από το ιστορικό επίπεδο κρύπτεται κάποιο άλλο. Κάθε λεπτομέρεια ιστορική, που παρουσιάζεται στην εικόνα της αναστάσεως του Λαζάρου, αποδίδεται τεχνοτροπία κατά τον γνωστό βυζαντινό τρόπο που δημιουργεί ένα άλλο, παράλληλο προς το ιστορικό, επίπεδο, ένα επίπεδο εσχατολογικό, το οποίο στοιχειοθετείται από τις ακόλουθες λεπτομέρειες.
1. Ο νεκρός Λάζαρος δεν έχει παθητική στάση, αλλά σκύβει προς τον Κύριο σε στάση υπακοής, σαν η Ανάστασή του να είναι αποτέλεσμα υπακοής της φθαρτής φύσεως στον Ιησού, που αποδεικνύεται πλέον στην εικόνα όχι μόνο ως ο ιστορικός Ιησούς, αλλά και ο εσχατολογικός Χριστός Κυρίου, στον οποίον υπακούουν τα πάντα. Έτσι εξηγείται η παντοκρατορική στάση, με την οποία είδαμε ότι παρουσιάζει τον ταπεινό Ιησού η εικόνα. Έχει δηλαδή η ορθόδοξη εικονογραφία μιαν ιδιάζουσα όραση, που επιπροβάλλει την ιστορία στα έσχατα. Βλέπει ιστορικά γεγονότα, αλλά πίσω απ’ αυτά οραματίζεται το εσχατολογικό τους «τέλος», την ολοκλήρωσή τους.
st.lazaros- larnaka, cyprus
2. Αυτό δεν συναντάται μόνο σε επιμέρους λεπτομέρειες της συνθέσεως, σαν ο αγιογράφος να εμπνεύσθηκε μια λεπτομέρεια για να θεολογήσει στιγμιαία. Ούτε είναι κάτι που συναντάμε σε μία εικόνα ενός, ας πούμε, εμπνευσμένου αγιογράφου, ενώ λείπει από την εικόνα ενός άλλου, μη εμπνευσμένου. Αλλά μια εσχατολογική πνοή υπερβάσεως του θανάτου, της φθοράς και όλων των νόμων της φύσεως διαπερνά ολόκληρη την εικονογραφία, επομένως και κάθε εικόνα που ακολουθεί το ορθόδοξο τυπικό, ανεξάρτητα από την ατομική έμπνευση ή ευσέβεια του κάθε αγιογράφου. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η εξής λεπτομέρεια. Ο άνθρωπος που σηκώνει την πλάκα του τάφου φαίνεται να καταβάλλει μεγάλη μυϊκή δύναμη για να μετακινήσει τη βαρειά πέτρα. Όμως αν δούμε πως εικονίζεται η ίδια η πλάκα του τάφου, θα παρατηρήσουμε πως ζωγραφίζεται αβαρής και ανάλαφρη. Αυτό τεχνοτροπικά επιτυγχάνεται με το ότι η όλη σύνθεση δεν φωτίζεται από συγκεκριμένη ενδοκοσμική πηγή φωτός (ήλιο κτλ.), αλλά από φως που δεν ξέρουμε από που έρχεται και που δεν ακολουθεί το νόμο της ευθύγραμμης διαδόσεως. Γι’ αυτό δεν αφήνει η πλάκα σκιές στο έδαφος, δεν έχει πάνω της πολλές και κυρίως μονόπλευρες σκιές, δεν έχει πάχος και βάθος, και επομένως δεν μας πείθει πως έχει βάρος. Έχουμε, λοιπόν, αφ’ ενός ένα σχέδιο, ένα σκίτσο της παραστάσεως που υποβάλλει το αίσθημα βαρύτητος και, αφ’ ετέρου, ένα φως που φωτίζει ιδιαζόντως αυτό το σχέδιο έτσι, ώστε να αίρει το αίσθημα βαρύτητος. Να ποιά είναι η ζωγραφική γλώσσα της Εκκλησίας. Δείχνει τον πραγματικό κόσμο, αλλά μεταμορφωμένο κι απελευθερωμένο από τη φθορά. Δείχνει μεν τα πάντα σε ένα επίπεδο ιστορικό και ρεαλιστικό, αλλά ταυτόχρονα τα ανάγει σε άλλο επίπεδο υπεριστορικό, υ-περρεαλιστικό, εσχατολογικό.
3. Το ίδιο ισχύει και για τα βουνά και τα κάστρα, τα οποία μην αφήνοντας σκιές και όντας ολόφωτα, ούτε αίσθημα βαρύτητος ούτε φθοράς υποβάλλουν.
4. Μάλιστα τα βουνά στις περισσότερες εικόνες της Αναστάσεως του Λαζάρου έχουν την ιδιάζουσα πρισματική δομή της βυζαντινής ζωγραφικής που τα παρουσιάζει σαν ανάλαφρα ελατήρια που εκτοξεύονται προς τα πάνω, αντί να βαραίνουν προς την κατεύθυνση της βαρύτητος.
5. Το φως, τέλος, της εικόνος είναι τέτοιο, που δεν μας δημιουργεί το αίσθημα ούτε πως ανατέλλει ούτε πως δύει. Δεν νιώθουμε πως η εικόνα παρουσιάζει τα δρώμενα σε μια ορισμένη χρονική στιγμή της ημέρας.
Τα εσχατολογικά αυτά στοιχεία που συνυπάρχουν με τα προαναφερθέντα ιστορικά στοιχεία της παραστάσεως ενοποιούν το χρόνο και τον χώρο, δεν τον δείχνουν κομματιασμένο και ενώνουν ιστορία και έσχατα στο ένα πρόσωπο του ιστορικού Ιησού που ανέστησε τον Λάζαρο και είναι ταυτόχρονα ο Ερχόμενος Παντοδύναμος Υιός του Θεού, ο Παντοκράτωρ. Οπότε η ανάσταση του Λαζάρου ζωγραφιζόμενη ορθοδόξως ανάγεται σε εικόνα όχι μόνο Αναστάσεως του ενός ανθρωπίνου προσώπου, της μιας υποστάσεως του Λαζάρου, αλλά και Αναστάσεως ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους και μεταμορφώσεως ολόκληρης της κτίσεως. Να, λοιπόν, το νόημα της εορτής που —όπως είπαμε στην αρχή— φανερώνει η ποίηση και η υμνογραφία, όχι λιγότερο όμως καταδεικνύει και η ζωγραφική γλώσσα της Εκκλησίας μας.
Β’ Το Εικονογραφικό θέμα του Αγίου Λαζάρου ως Επισκόπου
Η Εκκλησία όμως δεν μένει μόνο στην ιστόρηση της παραστάσεως της Αναστάσεως του Λαζάρου. Έχει και την ιδιαίτερη εικόνα του, όπως και κάθε αγίου. Τα ενδοϊστορικά στοιχεία της εικόνος είναι παρμένα από την παράδοση. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο άγιος Λάζαρος μετά την ανάστασή του έμεινε στη ζωή ακόμη τριάντα έτη, ήλθε στην Κύπρο, όπου έγινε επίσκοπος και εκήρυξε το Χριστό, έκοιμήθη δε και ετάφη στο Κίτιο, από όπου μεταφέρθηκαν τα άγια λείψανά του το 890 στον περικαλή ναό που ανήγειρε προς τιμήν του ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός. Σύμφωνα, λοιπόν, με την παράδοση αυτή εικονίζεται ο άγιος Λάζαρος με αρχιερατικά άμφια, κρατώντας το Ευαγγέλιο με το αριστερό του χέρι.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το πρόσωπό του. Έχει θλιμμένη έκφραση, είναι ρυτιδωμένο και δεν έχει μαλλιά, μουστάκια και γένεια. Οι εικόνες αυτές είναι πολύ σπάνιες. Η σημαντικότερη συναντάται στην πασίγνωστη εκκλησία του Άρακα στα Λαγουδέρα και είναι τοιχογραφία του 1192. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι ιδιάζοντα και μας παραπέμπουν στην τοιχογραφία της Αναστάσεως του Λαζάρου στο ναό του αγίου Παντελεήμονος που βρίσκεται έξω από τα Σκόπια, γνωστός με το όνομα Νέρεζι και με θαυμάσιες τοιχογραφίες του 1164, δηλαδή μιας τριακονταετίας πριν από το της Κύπρου. Και στην τοιχογραφία του Νέρεζι τα χαρακτηριστικά του Αγίου είναι ιδιάζοντα σε σχέση προς άλλα μνημεία. Η κορυφή της κεφαλής του δεν σκεπάζεται, όπως σε εικόνες του Σινά. Το μέτωπο είναι ιδιαίτερα στρογγυλό (στοιχείο που δεν συναντάται αλλού παρά μόνο στον Άρακα). Η βαθειά ρυτίδα κάτω από το μήλο του προσώπου έχει ολόιδιο σχήμα με του Άρακα. Δεν έχει καθόλου μουστάκια και γένεια, όπως έχουν όλες οι μεταβυζαντινές εικόνες και —έστω σε μικρότερο βαθμό— οι παλιές βυζαντινές. Επίσης η στροφή της κεφαλής προς τα δεξιά είναι ίδια και στο μνημείο της Κύπρου και στο Νέρεζι, σαν ο ζωγράφος του Άρακα να αντέγραψε το Νέρεζι.
Κάτι τέτοιο δεν είναι απίθανο, γιατί έχει μαρτυρηθεί ομοιότητα ανάμεσα σε βυζαντινά μνημεία της Κύπρου και αντίστοιχα μνημεία όχι μόνο του Σινά (Γ. Σωτηρίου) αλλά και των Βαλκανίων. Έχει γραφεί μελέτη του Βόϊσλαβ Τζούριτς για τις ομοιότητες της κυπριακής φορητής εικόνος του αγίου Πέτρου πρός τοιχογραφία τής εκκλησίας του αγίου Ανδρέα στον ποταμό Τρέσατς πάλι κοντά στα Σκόπια («Το εργαστήριο του Μητροπολίτου Ιωάννου», περιοδ. Ζograf τεύχος Γ΄, 1969). Αλλά και εμείς παρατηρήσαμε ομοιότητες μεταξύ Επιταφίου Θρήνου του Νέζερι και Κουρμπίνοβο (1191) αφ’ ενός, και Μονής Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη στην Κύπρο, αφ’ ετέρου (πρβλ. τα χέρια και στάση Θεοτόκου). Μπορούμε, λοιπόν, να αχθούμε στο συμπέρασμα πως ο αγιογράφος του Άρακα πήρε το πρόσωπο από τη σύνθεση της Αναστάσεως του Λαζάρου του Νέρεζι, το επεξεργάσθηκε βέβαια με τη δική του τεχνοτροπία, και το έδεσε με σχέδιο σώματος ιεράρχου με φελόνιο, ωμοφόριο και ευαγγέλιο, πετυχαίνοντας έτσι και στάση σιλουέττας δυνατή και έκφραση προσώπου μοναδική σε πνευματική και ασκητική δύναμη. (Οι διαφορές μεταξύ των δύο προσώπων είναι ελάχιστες. Στο Νέρεζι συναντάμε απαράμιλλη πλαστικότητα, φωτοσκίαση και ένα βλέμμα μάλλον απλανές σαν να ξυπνάει, ενώ στα Λαγουδέρα περισσότερη γραμμικότητα, σχηματοποίηση και σπάνια δύναμη εκφράσεως στο βλέμ¬μα). Αυτή η χειρονομία του ζωγράφου του Άρακα, να πάρει το πρόσωπο του ανασταινόμενου Λαζάρου από το Νέρεζι και να το βάλει στην εικόνα του, δεν είναι άμοιρη μιας θεολογικής αλήθειας, την οποία αξίζει να επισημάνουμε και αναπτύξουμε λίγο εδώ, στο τέλος της εισηγήσεώς μας.
Γ΄. Ο Άγιος Λάζαρος και η Ορθόδοξη Θεολογία της Αναστάσεως
Με άλλα λόγια μπορούμε να πούμε πως ο αγιογράφος έκανε ό,τι κάνει η αγιογραφία όταν ζωγραφίζει τον Χριστό στις εμφανίσεις Του μετά την Ανάσταση. Τον παρουσιάζει να έχει τα στίγματα στην πλευρά, στα χέρια και στα πόδια. Με τα στίγματα αυτά Τον αναγνώριζαν οι μαθητές, παρ’ όλο που εμφανιζόταν μεταμορφωμένος «εν ετέρα μορφή». Τα στίγματα αυτά βλέποντας και ψηλαφώντας ο Θωμάς ομολόγησε «ο Κύριας μου και ο Θεός μου!». Συνέδεαν δηλαδή τους δύο τρόπους υπάρξεως του Χριστού, α) τον προ της Αναστάσεως και β) τον μετά την Ανάσταση «εν ετέρα μορφή», χάρη στο ένα και μόνο σώμα Του, που δεν έπαυσε και μετά την Ανάσταση να φέρει τα ίδια στίγματα της αγάπης Του. Η σταυρική θυσία Του εξ αγάπης, η οποία δηλώνεται και φαίνεται με τα στίγματα, Του έδινε την μία και μοναδική ταυτότητα με την οποία Τον αναγνώριζαν. Η Ανάσταση του Χριστού και η διατήρηση των στιγμάτων του Πάθους Του μετά την Ανάσταση δείχνει πως, ενώ κάθε φθορά θα καταργηθεί με την Ανάσταση, θα μείνουν τα σημάδια εκείνα που δίνουν εκκλησιαστική ταυτότητα στον Άγιο, επειδή προέρχονται από σχέσεις που τον συνέ-δεσαν για πάντα με το Χριστό και με την Εκκλησία. Στο Χριστό έμειναν τα στίγματα. Στον άγιο Λάζαρο έμειναν τα σημάδια από τον θάνατό του. Πάνω στον θάνατό του επέδρασε ο Κύριος και τον ανέστησε εξ αγάπης και τώρα εμείς, τα μέλη της Εκκλησίας, αναγνωρίζουμε αμέσως την εικόνα του Λαζάρου, επειδή έχει τα σημάδια που του δίνουν την εκκλησιαστική του ταυτότητα.
Ο αγιογράφος, λοιπόν, που πήρε το πρόσωπο του Λαζάρου από την σύνθεση της Αναστάσεώς του και το χρησιμοποίησε στην εικόνα του αγίου Λαζάρου ως ιεράρχου, επανέλαβε ό,τι κάνει η αγιογραφία και στις εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάσταση. Η ανάσταση επομένως του αγίου Λαζάρου και η εκ μέρους μας προσκύνηση της εικόνας του είναι μια ιδιαίτερη μέσα στην εικονογραφία μαρτυρία του δόγματος της Αναστάσεως των σωμάτων, την οποία εξ άλλου ομολογούμε και κάθε φορά που απαγγέλλουμε στη Λειτουργία το Σύμβολο της Πίστεως, όπου ομολογούμε ότι πιστεύουμε σε «Ανάστασιν νεκρών».
Αυτό, κατ’ επέκταση, σημαίνει πως η εικόνα του αγίου Λαζάρου μάς φανερώνει την ανεκτίμητη αξία του ενός και μοναδικού σώματός μας. Γιατί μ’ αυτό το ένα και μοναδικό σώμα υπάρχουμε και δρούμε τώρα μέσα στην ιστορία, και με το ίδιο θα υπάρχουμε και αιώνια μετά την ιστορία, στη Βασιλεία του Θεού. Η ορθόδοξη εικονογραφία, δηλαδή, δίνει την απάντηση και σε κάθε πλάνη μετεμψυχώσεως, μετενσαρκώσεις κτλ. Αλλά επίσης η εικόνα του αγίου Λαζάρου δείχνει και τη μοναδική αξία της ιστορίας, επομένως και της κάθε στιγμής στη ζωή του κάθε ανθρώπου.
Εδώ πλέον ερχόμαστε στο μεγάλο θέμα της ορθοδόξου ασκήσεως. Διότι διά της ασκήσεως θα μετατρέψουμε την ιστορία από ιστορία αρνήσεως και πτώσεων σε ιστορία καταφάσεως στον Θεό και μετανοίας. Διά της ασκήσεως θα εκφρασθεί προς τα έξω και συγκεκριμένα και διά του σώματος (δηλ. διά συγκεκριμένων πράξεων που τελούνται ασφαλώς διά του σώματος, που δεν μπορούν να επιτελεσθούν ερήμην του σώματος) η βούλησή μας για κατάφαση στο Θεό και στο θέλημά Του, το οποίο είναι η σωτηρία και η αιωνιότητα του ανθρώπου και της κτίσεως.
Και όλο αυτό το χριστιανικό ήθος της πίστεως στην Ανάσταση και της αναστάσιμης ελπίδας που απορρέει απ’ αυτήν μας το φανερώνει η εικόνα του τετραημέρου και φίλου του Χριστού Λαζάρου. Σ’ αυτόν και το Συμπόσιό μας δέεται να πρεσβεύει στον Κύριο της Ζωής για να μας σώζει από τη φθορά. Από κάθε φθορά, της αμαρτίας της προσωπικής, των παθών, της αμαρτίας της συλλογικής που οδηγεί αναπόφευκτα στην οικολογική φθορά, να μας σώζει από τη φθορά της υγείας, από τη φθορά των αισθημάτων μας της αγάπης, από τη φθορά του εσχάτου εχθρού, του θανάτου. Να πρεσβεύει ακόμη στον Κύριο της Ζωής να μας θυμηθεί κατά την Ημέρα τη Φοβερά και να μας καλέσει κοντά Του στο Φως της Αναστάσεως, ως αιώνιους φίλους Του, σαν τον φίλο Του τον Άγιο Λάζαρο.
(Εισήγηση στο Συμπόσιο της Μητροπόλεως Κιτίου, για τους 11αιώνες από την κτίση του Ναού του Αγίου, 18 Οκτ. 1990)
(π. Σταμάτης Σκλήρης, «Εν εσόπτρω -εικονολογικά μελετήμαστα», εκδ. Μ. Π. Γρηγόρης, σ.207-216)

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

"Ο ΣΦΥΓΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΌΡΟΥΣ"




Ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιεροθέος,Προλόγισε χτές την έκδοση τρίτομου έργου, του γνωστού απο πολλές πνευματικές προσεγγίσεις του στο χώρο του Αγίου Ορους , πατρός Μωϋσή. Παρ όλες τις αντιξοότητες ( κακός καιρός, απεργία των ΜΜΜ ), η ζεστή και φιλόξενη αίθουσα του Παρνασού ήταν γεμάτη απο κόσμο, που αγαπά το Ορος και τους "τρελλαμένους" απο Θείο Ερωτα ασκητές του.
 Ο Μητροπολίτης άνοιξε τη παρουσιάση,  με αναφορά σε προσωπικές του αναμνήσεις. Ο Λόγος Του ,απλός, ευαφομοίωτος,λυρικός, να ¨δροσίζει¨  τον ακροατή , με ζωντανές και ξεκούραστες εικόνες,και αναφορές  στον ξεχωριστόν αυτόν χώρο-φυτώριο Αγίων.  Την ομιλία αντιγράφω απ το πάντα ενήμερο portal Romfaia.gr.

Λέει ο Σεβασμιώτατος, 

Έ­χω γρά­ψει πολ­λές φο­ρές σε βι­βλί­α και έ­χω μι­λή­σει σε διά­φο­ρα α­κρο­α­τή­ρια για το Ά­γιον Ό­ρος και την ζω­ή του, α­πό την α­να­το­λή έ­ως την δύ­ση. Σε μια ο­μι­λί­α μου και συ­ζή­τη­ση που έ­γι­νε σε ορ­θο­δό­ξους φοι­τη­τές και ε­πι­στή­μο­νες στην Δα­μα­σκό της Συ­ρί­ας και κρά­τη­σε πε­ρί­που μια ο­λό­κλη­ρη μέ­ρα (9 ώ­ρες) στο τέ­λος κά­ποιος α­ρα­βό­φω­νος ορ­θό­δο­ξος εί­πε με δυ­να­τή φω­νή: «Μάς μέ­θυ­σες α­πό το κρα­σί του Α­γί­ου Ό­ρους».

Πράγ­μα­τι, το Ά­γιον Ό­ρος δια­θέ­τει έ­να δυ­να­τό κρα­σί, ά­κρα­τον οί­νον, α­νέ­δει­ξε μο­να­χούς που ή­ταν με­θυ­σμέ­νοι α­πό την νη­φά­λια μέ­θη και γι’ αυ­τό ως με­θυ­σμέ­νος μπο­ρεί κα­νείς να γρά­ψη, να μιλήση και να α­κού­ση για το Ά­γιον Ό­ρος.

Σε έ­να άλ­λο τρι­ή­με­ρο σε­μι­νά­ριο στην Τα­κό­μα του Σιάτλ της Α­με­ρι­κής ά­κου­σαν για τρεις η­μέ­ρες πε­ρί­που 200-300 προ­σή­λυ­τοι στην Ορ­θο­δο­ξί­α για την δι­δα­σκα­λί­α του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά με εν­δια­φέ­ρον, προ­σευ­χή και κα­τά­νυ­ξη, σε συ­σχε­τι­σμό με την σύγχρο­νη ζω­ή του Α­γί­ου Ό­ρους και εί­παν ό­τι ο­σφράν­θη­καν την α­τμό­σφαι­ρα Α­γί­ου Ό­ρους.

Πα­ντού ο λό­γος πε­ρί του Α­γί­ου Ό­ρους προ­κα­λεί εν­δια­φέ­ρον και προ­σευ­χή.
Η συγ­γρα­φή του τρί­το­μου έρ­γου του π. Μω­ϋ­σή με τίτ­λο «Μέ­γα Γε­ρο­ντι­κό Ε­να­ρέ­των Α­γιο­ρει­τών Του Ει­κο­στού Αι­ώ­νος» μου δί­νει την ευ­και­ρί­α για μια α­κό­μη φο­ρά να εκ­φρά­σω την α­γά­πη μου για το Ά­γιον Ό­ρος που γνώ­ρι­σα και την ση­μα­σί­α του για την Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α γε­νι­κό­τε­ρα, αλ­λά και την αν­θρω­πό­τη­τα, για­τί πα­ρου­σιά­ζει έ­ναν τρό­πο ζω­ής που εί­ναι δυ­σεύ­ρε­τος.

Για να κα­τα­λά­βη κα­νείς το Ά­γιον Ό­ρος χρειά­ζε­ται να το προ­σεγ­γί­ση με τα μά­τια της καρ­δι­άς, με τον έ­σω άν­θρω­πο, την ορ­μή του πνεύ­μα­τος, για­τί το φώς του εί­ναι τό­σο δυ­να­τό που τυ­φλώ­νει τον άρ­ρω­στο ο­φθαλ­μό και η α­κο­ή τό­σο ι­σχυ­ρή που σπά­ζει τα τύ­μπα­να, τα ο­ποί­α εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­να να α­κού­νε συμ­βα­τι­κές φω­νές.

1. Η προ­σω­πι­κή μου προ­σέγ­γι­ση του Α­γί­ου Ό­ρους

Ά­κου­γα γε­νι­κά για το Ά­γιον Ό­ρος α­πό την μι­κρή μου παι­δι­κή η­λι­κί­α, α­φού ο πα­τέ­ρας μου πριν πα­ντρευ­τή εί­χε ι­σχυ­ρά ε­πι­θυ­μί­α να μο­νά­ση στο Ά­γιον Ό­ρος και έ­κτο­τε ζού­σε συ­νε­χώς με την α­να­φο­ρά του σε αυ­τό. Διά­βα­ζε βι­βλί­α που ε­ξέ­φρα­ζαν το Ά­γιον Ό­ρος και την α­γιο­ρεί­τι­κη ζω­ή και μας με­γά­λω­σε με α­για­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες και ι­στο­ρί­ες α­σκη­τών. Α­πό μι­κρός γνώ­ρι­σα έ­ναν α­γιο­ρεί­τη Μο­να­χό που μό­να­ζε στα Ζα­γο­ρο­χώ­ρια, τον π. Ι­ά­κω­βο Βο­λο­δή­μο, που μου μί­λη­σε πρώ­τη φο­ρά για την ευ­χή.

Την δε­κα­ε­τί­α του ’­60 γνώ­ρι­σα προ­σω­πι­κά το Ά­γιον Ό­ρος. Η προ­ε­τοι­μα­σί­α μου έ­γι­νε στο Πα­νε­πι­στή­μιο με την ε­κμά­θη­ση της πα­λαιο­γρα­φί­ας, δη­λα­δή δι­δά­χθη­κα να δια­βά­ζω τους κώ­δι­κες με τα βι­βλι­κά και πα­τε­ρι­κά κείμενα.

Μέ αυ­τό το κί­νη­τρο ε­ξω­τε­ρι­κά, αλ­λά και με την καρ­δια­κή μου α­να­ζή­τη­ση πλη­σί­α­σα το Ά­γιον Ό­ρος για να με­λε­τή­σω μα­ζί με ο­μά­δα συμ­φοι­τη­τών μου και Κα­θη­γη­τών στις Βι­βλιο­θή­κες των Μο­νών του Α­γί­ου Ό­ρους, μό­λις εί­χε γιορ­τα­σθή η χι­λε­τη­ρί­δα του (1963), και τό­τε υ­πήρ­χαν κο­σμι­κοί άν­θρω­ποι που πε­ρι­έ­γρα­φαν τις γιορ­τές ε­κεί­νες ως τον ε­πι­θα­νά­τιο ρόγ­χο του.
Ό­μως το Ά­γιον Ό­ρος δεν πε­θαί­νει εύ­κο­λα, για­τί δια­θέ­τει άλ­λους ρυθ­μούς, και τό­τε που φαί­νε­ται ό­τι τε­λει­ώ­νει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τε­λειού­ται, α­να­σταί­νε­ται και ζω­ο­γο­νεί­ται.

Πλη­σί­α­σα το Ά­γιον Ό­ρος έ­να πρω­ϊ­νό –βα­θύ όρ­θρο– του Ι­ου­νί­ου του έ­τους 1966. Τα μά­τια του σώ­μα­τος μου μα­γεύ­ο­νταν α­πό το καταπληκτικό το­πί­ο που έ­βλε­παν και τα μά­τια της καρ­δι­άς μου προ­σπα­θού­σαν να συλ­λά­βουν αυ­τό που δεν φαι­νό­ταν ε­ξω­τε­ρι­κά, να αι­σθαν­θούν τον τό­πο του μυ­στη­ρί­ου εκ­στα­τι­κά.
Ξε­κί­νη­σα α­πό τις βι­βλιο­θή­κες των Ι­ε­ρών Μο­νών, σε συν­δυ­α­σμό με τις α­γιο­ρεί­τι­κες α­κο­λου­θί­ες, που μου φαί­νο­νταν σaν μια νε­κρο­α­να­στά­σι­μη ζω­ή κου­βέ­ντια­ζα με τους μο­να­χούς και κα­τα­λά­βαι­να ό­τι εί­χαν άλ­λο ή­θος και χρη­σι­μο­ποιού­σαν άλ­λη γλώσ­σα ά­κου­γα τις συ­νο­μι­λί­ες τους, που εί­χαν μια ι­διαί­τε­ρη χά­ρη και α­να­φέ­ρο­νταν σε άλ­λα ζη­τή­μα­τα έ­βλε­πα έ­ναν κό­σμο που ερ­χό­ταν α­πό πα­λαιά και ε­ξέ­φρα­ζε μια άλ­λη πα­ρά­δο­ση πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή α­πό τον στο­χα­στι­κή-α­κα­δη­μα­ϊ­κή νο­ο­τρο­πί­α και την η­θι­κί­στι­κη γνώ­ση που συ­να­ντού­σα έ­ως τό­τε έ­βλε­πα μια νε­κρο­α­να­στά­σι­μη πο­λι­τεί­α.
Σάν να ξυ­πνού­σα α­πό έ­ναν ύ­πνο και έ­βλε­πα άλ­λους αν­θρώ­πους, που έρ­χο­νταν α­πό κά­ποιο άλ­λον πλα­νή­τη, με άλ­λα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, άλ­λη νο­ο­τρο­πί­α, άλ­λη βιο­τή.

Α­πό τις βι­βλιο­θή­κες και τους κώ­δι­κες, πέ­ρα­σα στην ζω­ή των κοι­νο­βια­κών και ι­διορ­ρύθ­μων Μο­νών –πού τώ­ρα ε­ξέ­λει­παν α­νοί­χτη­κα στην σκη­τι­ώ­τι­κη ζω­ή και την έ­ρη­μο περ­πά­τη­σα ώ­ρες ο­λό­κλη­ρες μέ­σα στα ή­συ­χα και α­για­σμέ­να μο­νο­πά­τια του Α­γί­ου Ό­ρους, που συν­δέ­ουν ό­λες τις Ι­ε­ρές Μο­νές πέ­ρα­σα α­πό α­πό­το­μους, κρη­μνώ­δεις βρά­χους γνώ­ρι­σα σο­φούς και α­πλούς μο­να­χούς, λο­γά­δες και σι­ω­πη­λούς, κα­τά Χρι­στόν σα­λούς, α­νυ­πό­δυ­τους και μο­νο­χί­τω­νες, αλ­λά και σο­φούς και ευ­παι­δεύ­τους, που στέ­κο­νταν θαυ­μά­σια σε κο­σμι­κά α­κρο­α­τή­ρια εί­δα μά­τια έ­ντο­να και δι­εισ­δυ­τι­κά, α­γνά, ή­ρε­μα, γλυ­κά, αλ­λά και με­ρι­κά πο­νη­ρά που α­πο­τε­λού­σαν την πα­ρα­φω­νί­α του Ό­ρους μοι­ρά­στη­κα το φα­γη­τό και το πο­τό τους, αλ­λά και τον γλυ­κύ­τα­το λό­γο τους ά­κου­γα λό­γους για τον θά­να­το και την ζω­ή α­γά­πη­σα την νύ­κτα και τον όρ­θρο, τις α­γρυ­πνί­ες με το παι­χνι­διά­ρι­κο ψάλ­σι­μο προ­σευ­χή­θη­κα στα μο­νο­πά­τια και κά­τω α­πό τα δέν­δρα, στους βρά­χους και τις σπη­λι­ές ξα­γρύ­πνη­σα σε ο­λο­νύ­κτι­ες α­κο­λου­θί­ες, αλ­λά και σε μι­κρά εκ­κλη­σά­κια, και μά­λι­στα στις α­πλω­τα­ρι­ές, σε κα­λο­και­ρι­νές ο­λό­φεγ­γες βρα­δυ­ές.
Το κυ­ρι­ό­τε­ρο εί­ναι ό­τι στις ε­πα­νει­λημ­μέ­νες ε­πι­σκέ­ψεις μου ά­κου­σα την μυ­στι­κή κραυ­γή του Α­γί­ου Ό­ρους, τον ε­σω­τε­ρι­κό κτύ­πο της καρ­δι­άς του, τον ρυθ­μό της ε­σω­τε­ρι­κής μυ­στι­κής ζω­ής του.

Εί­δα το Ά­γιον Ό­ρος ως έ­ναν ζω­ντα­νό άν­θρω­πο, που έ­χει πνευ­μό­νια με τα ο­ποί­α α­να­πνέ­ει το ο­ξυ­γό­νο της αι­ω­νι­ό­τη­τας στό­μα για να κραυ­γά­ζη α­κα­τά­παυ­στα και να βρυ­χά­ται α­πό πεί­να και δί­ψα για Θεό καρ­διά που έ­χει τον ρυθ­μό της ε­σω­τε­ρι­κής νο­ε­ράς προ­σευ­χής, μέ­σα α­πό την ο­ποί­α βγαί­νει μια δυ­να­τή φω­νή με την ε­πέν­δυ­ση της σι­ω­πής σώ­μα πο­λυ­όμ­μα­το, σaν τα Χε­ρου­βείμ, που βλέ­πουν μα­κρυά.

Ό­λα αυ­τά αν και φαί­νο­νται α­ντί­θε­τα με­τα­ξύ τους, εν τού­τοις εί­ναι αρ­μο­νι­σμέ­να.
Σε ό­λες τις με­τέ­πει­τα ε­πι­σκέ­ψεις μου, στις δε­κα­τί­ες του '­60, '­70, '­80, εί­χα κέ­ντρο την Νέ­α Σκή­τη, μια ευ­λο­γη­μέ­νη α­πό κά­θε πλευ­ρά πε­ριο­χή, μέ­νο­ντας στο κα­λύ­βι του Αρ­χι­μαν­δρί­του Σπυ­ρί­δω­νος (Ξέ­νου), που τον εί­χα Δι­ευ­θυ­ντή στο οι­κο­τρο­φεί­ο του Α­γρι­νί­ου, κα­τά τα μαθητικά μου χρό­νια, μια ι­σχυ­ρή φυ­σιο­γνω­μί­α, που ε­ξέ­φρα­ζε την αρ­ρε­νω­πό­τη­τα των α­γιο­ρει­τών Πα­τέ­ρων, με τον αυ­θόρ­μη­το, δι­εισ­δυ­τι­κό, ε­λε­γκτι­κό λό­γο, αλ­λά και την μη­τρι­κή καρ­διά, ό­ταν χρεια­ζό­ταν. Α­πό την Νέ­α Σκή­τη, ό­που α­σκού­νταν ευ­λο­γη­μέ­νοι Πα­τέ­ρες και δια­τη­ρώ συ­γκι­νη­τι­κές α­να­μνή­σεις στην καρ­διά μου, ως πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό, ξα­νοι­γό­μουν, ως σε ορ­μη­τή­ριο πνεύ­μα­τος, στην έ­ρη­μο του Α­γί­ου Ό­ρους.
Στο Ά­γιον Ό­ρος γνώ­ρι­σα έ­ναν άλ­λον κό­σμο, μια άλ­λη Ή­πει­ρο, γύ­ρι­σα στο πα­ρελ­θόν και αι­σθα­νό­μουν το μέλ­λον, εί­δα πώς πε­ρί­που ζού­σε ο Α­δάμ προ της πτώ­σε­ως, πώς θρη­νού­σε με­τά την έ­ξο­δο α­πό τον Πα­ρά­δει­σο, πώς ζού­σε μέ­σα στον ά­δη και πώς ζή τώ­ρα στον Πα­ρά­δει­σο. Γνώ­ρι­σα πολ­λούς α­γιο­ρεί­τες που ζού­σαν ό­λες τις φά­σεις της α­δα­μι­κής ζω­ής, δη­λα­δή της προ­πτω­τι­κής, της με­τα­πτω­τι­κής, και της ε­σχα­το­λο­γι­κής. Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι σε σμι­κρο­γρα­φί­α ο­λό­κλη­ρη η πνευ­μα­τι­κή αυ­το­βιο­γρα­φί­α της αν­θρω­πό­τη­τας, με τις πτώ­σεις και τις α­να­στά­σεις, την κοι­νω­νι­κό­τη­τα και την α­ναρ­χί­α, την η­θι­κή και την α­σκη­τι­κή, την λο­γι­κή και την υ­περ­λο­γι­κή, τον βί­ο και την ζω­ή.

2. Ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς για το Ά­γιον Ό­ρος

Α­πό φοι­τη­τής α­σχο­λή­θη­κα ι­διαί­τε­ρα με τον βί­ο και την δι­δα­σκα­λί­α του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά και σε αυ­τό ο­φεί­λω με­γά­λη ευ­γνω­μο­σύ­νη στον μα­κα­ρι­στό Κα­θη­γη­τή μου Πα­να­γι­ώ­τη Χρή­στου και τους τό­τε συ­νερ­γά­τες του, για­τί μας ά­νοι­ξαν τα μά­τια σε αυ­τή την δι­δα­σκα­λί­α που εί­ναι η καρ­διά της ορ­θό­δο­ξης θε­ο­λο­γί­ας, αλ­λά και του Α­γί­ου Ό­ρους, αλλά και μας συνέδεσαν με το Αγιώνυμο Όρος.

Στις πε­ρί­φη­μες τριά­δες του, το γνω­στό­τε­ρο έρ­γο του πε­ρί των ι­ε­ρώς η­συ­χα­ζό­ντων, υ­πάρ­χει και μια θαυ­μά­σια α­να­φο­ρά για το Ά­γιον Ό­ρος. Α­να­φε­ρό­με­νος ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς στον ό­σιο και ο­μο­λο­γη­τή Νι­κη­φό­ρο γρά­φει: «Βί­ον αι­ρεί­ται και α­κρι­βέ­στε­ρον, δη­λα­δή τον μο­νή­ρη, τό­πον δε προς κα­τοι­κί­αν τον της α­γι­ω­σύ­νης ε­πώ­νυ­μον, εν με­θο­ρί­ω κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων (Ά­θως ού­τός ε­στιν, η της α­ρε­τής ε­στί­α), εν­διαι­τά­σθαι προ­θυ­μη­θείς».

Α­πό το χω­ρί­ο αυ­τό και τα ό­σα προ­η­γού­νται και έ­πο­νται μπο­ρού­με να σχο­λιά­σου­με δύ­ο ση­μεί­α.

Το πρώ­τον ό­τι ο Ά­θως εί­ναι το ε­πώ­νυ­μο της α­γι­ω­σύ­νης, δη­λα­δή το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι ο α­για­σμέ­νος τό­πος, α­φού εί­ναι το με­θό­ριον με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, η ε­στί­α της α­ρε­τής. Εί­ναι ε­πώ­νυ­μος της α­γι­ό­τη­τος, για­τί ε­κεί κα­τοι­κούν μο­να­χοί που α­γιά­ζο­νται. Άλ­λω­στε, γνω­ρί­ζου­με α­πό την ορ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α ό­τι η Χά­ρη του Θε­ού α­πό την ψυ­χή δια­πορθ­μεύ­ε­ται στο σώ­μα και α­πό ε­κεί σε ο­λό­κλη­ρη την κτί­ση. Τα πά­ντα α­γιά­ζο­νται α­πό την Χά­ρη του Θε­ού δια του α­για­σμέ­νου αν­θρώ­που.

Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι έ­νας τό­πος με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, α­φού σε αυ­τό μέ­νουν ε­πί­γειοι άγ­γε­λοι και ου­ρά­νιοι άν­θρω­ποι.
Εί­ναι με­τα­ξύ του κό­σμου και του Πα­ρα­δεί­σου, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι ο προ­θά­λα­μος, ο πρό­να­ος της θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, που τε­λεί­ται στον ου­ρα­νό, ό­πως την πε­ρι­γρά­φει το βι­βλί­ο της Α­πο­κα­λύ­ψε­ως του Ευ­αγ­γε­λι­στού Ι­ω­άν­νου. Εί­ναι ε­στί­α των α­ρε­τών, για­τί ε­κεί ε­ξα­σκεί­ται η πρα­κτι­κή φι­λο­σο­φί­α, η ά­σκη­ση με την νη­στεί­α, την α­γρυ­πνί­α και την προ­σευ­χή, που εί­ναι η ε­πί­βα­ση της θε­ω­ρί­ας.

Το δεύ­τε­ρον εί­ναι ό­τι στο χω­ρί­ο αυ­τό του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά και σε ό­λη αυ­τήν την ε­νό­τη­τα κα­τα­γρά­φε­ται σα­φέ­στα­τα η δια­φο­ρά της θε­ο­λο­γί­ας και του τρό­που ζω­ής με­τα­ξύ του ο­σί­ου Νι­κη­φό­ρου και του δυ­τι­κό­φρο­νος Βαρ­λα­άμ.

Ο Νι­κη­φό­ρος ήλ­κε το γέ­νος «εξ Ι­τα­λών», κα­τέρ­ρι­ψε την κα­κο­δο­ξί­α τους και προ­σε­χώ­ρη­σε στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α, η ο­ποί­α ορ­θο­το­μεί τον λό­γο της α­λη­θεί­ας.

Πή­γε στο Ά­γιον Ό­ρος, υ­πο­τά­χθη­κε στους ε­γκρί­τους των Πα­τέ­ρων, δεί­χνο­ντας για πο­λύ χρό­νο την τα­πεί­νω­σή του, προ­σέ­λα­βε α­πό ε­κεί­νους την τέ­χνη της ει­ρή­νης, δη­λα­δή την πεί­ρα της η­συ­χί­ας, και έ­γι­νε αρ­χη­γός αυ­τών που α­γω­νί­ζο­νται με τον κό­σμο της δια­νοί­ας, δη­λα­δή τους λο­γι­σμούς και τις φα­ντα­σί­ες, και πα­λεύ­ουν με τα πνευ­μα­τι­κά της πο­νη­ρί­ας, ο­πό­τε έ­γι­νε δι­δά­σκα­λος των μο­να­χών στην η­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση.

Ε­πει­δή έ­βλε­πε ό­τι πολ­λοί αρ­χά­ριοι δεν μπο­ρού­σαν να συ­γκρα­τή­σουν ού­τε με­τρί­ως την α­στά­θεια του νού τους, ο ό­σιος Νι­κη­φό­ρος πρό­τει­νε τον τρό­πο με τον ο­ποί­ον ή­ταν δυ­να­τόν να συ­στεί­λουν με­τρί­ως «τό πο­λυ­πό­ρευ­τον και φα­ντα­σι­ώ­δες» του νού.
Σε άλ­λο ση­μεί­ο ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς, α­να­φε­ρό­με­νος στον ό­σιο Νι­κη­φό­ρο, γρά­φει ό­τι για πο­λύ και­ρό πέ­ρα­σε «εν η­ρε­μί­α και η­συ­χί­α», έ­πει­τα ει­σήλ­θε στα ε­ρη­μι­κό­τε­ρα μέ­ρη του Α­γί­ου Ό­ρους, και α­φού συ­γκέ­ντρω­σε διά­φο­ρα πα­τε­ρι­κά χω­ρί­α «τήν νη­πτι­κήν η­μίν αυ­τών πα­ρέ­δω­κεν πρά­ξιν».

Α­πό τις α­να­φο­ρές αυ­τές του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μά φαί­νε­ται η μέ­θο­δος της ευ­σε­βεί­ας και της η­συ­χα­στι­κής ζω­ής. Προ­η­γεί­ται η υ­πα­κο­ή στους πε­πει­ρα­μέ­νους Πα­τέ­ρας, μέ­σα σε ζω­ή υ­πα­κο­ής, η­συ­χί­ας και η­ρε­μί­ας, και α­κο­λου­θεί η πα­ρα­λα­βή της τέ­χνης της ει­ρή­νης των λο­γι­σμών. Μέ την ει­δι­κή αυ­τή τέ­χνη της νο­ε­ράς η­συ­χί­ας οι μο­να­χοί συ­στέλ­λουν τον νού α­πό τις φα­ντα­σί­ες και την διά­χυ­σή του στο πε­ρι­βάλ­λον, και με τον τρό­πο αυ­τόν νι­κούν τα πνεύ­μα­τα της πο­νη­ρί­ας και λαμ­βά­νουν το στε­φά­νι της νί­κης.

Α­ντί­θε­τα, ο φι­λό­σο­φος Βαρ­λα­άμ, ε­νώ ήλ­θε και ε­κεί­νος α­πό την Ι­τα­λί­α, εν τού­τοις κρά­τη­σε την «κα­κο­δο­ξί­α».

Και «ο φι­λό­σο­φος ού­τος την ε­αυ­τού φα­ντα­σι­ώ­δη πο­λύ­νοιαν ε­πα­φή­κεν, οί­όν τι πύρ, τώ κω­λύ­ο­ντι κα­θά­περ ύ­λη χρη­σά­με­νον» ε­να­ντί­ον του Νι­κη­φό­ρου και της δι­δα­σκα­λί­ας του. Δεν σε­βά­σθη­κε την ο­μο­λο­γί­α του και την ε­ξο­ρί­α του, δεν σε­βά­σθη­κε ε­κεί­νους που εκ­παι­δεύ­θη­καν α­πό αυ­τόν στα θεί­α, δια των ο­ποί­ων ο Θε­ός στό­λι­σε και συ­νε­κρό­τη­σε την Εκ­κλη­σί­α Του.

Έ­τσι, ε­νώ ο ό­σιος Νι­κη­φό­ρος α­κο­λού­θη­σε την η­συ­χα­στι­κή μέ­θο­δο, ο φι­λό­σο­φος Βαρ­λα­άμ στη­ρί­χθη­κε στην φι­λο­σο­φί­α και τον φα­ντα­σι­ώ­δη νού ε­νώ ο Νι­κη­φό­ρος υ­πο­τά­χθη­κε στους Πα­τέ­ρας, πα­ρα­λαμ­βά­νει την τέ­χνη της η­συ­χί­ας και γεν­νά λα­μπρούς μα­θη­τάς, ο Βαρ­λα­άμ προ­σβάλ­λει και α­τι­μά­ζει τα συγ­γράμμα­τα των α­γί­ων και την μέ­θο­δο με την ο­ποί­α ο άν­θρω­πος α­πο­κτά την γνώ­ση του Θε­ού. Δύ­ο κό­σμοι διά­φο­ροι με­τα­ξύ τους, ο έ­νας κό­σμος εί­ναι της ορ­θό­δο­ξης ζω­ής, ο άλ­λος κό­σμος εί­ναι της ζω­ής της στο­χα­στι­κής και σχο­λα­στι­κής.
Ο π. Μω­ϋ­σής στο τρί­το­μο έρ­γο του πε­ρι­γρά­φει τους α­γιο­ρεί­τες Πα­τέ­ρες του ει­κο­στού αι­ώ­νος, οι ο­ποί­οι α­κο­λού­θη­σαν την ζω­ή και την μέ­θο­δο του ο­σί­ου Νι­κη­φό­ρου και ό­χι του Βαρ­λα­άμ. Και αυ­τό εί­ναι ση­μα­ντι­κό για­τί αυ­τήν την δια­φο­ρά με­τα­ξύ των δύ­ο αυ­τών αν­θρώ­πων την συ­να­ντά­με και σή­με­ρα στην εκ­κλη­σια­στι­κή μας ζω­ή. Υ­πάρ­χουν μο­να­χοί και λα­ϊ­κοί που α­γα­πούν την ορ­θό­δο­ξη η­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση και άλ­λοι που α­κο­λου­θούν την βαρ­λα­α­μι­κή πα­ρά­δο­ση, η ο­ποί­α εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η σύγ­χρο­νη λε­γό­με­νη με­τα­πα­τε­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α.

Γι’ αυ­τό το έρ­γο του π. Μω­ϋ­σή εί­ναι ση­μα­ντι­κό, α­φού μας δεί­χνει το Ά­γιο Ό­ρος ως το με­θό­ριο με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, ως ε­στί­α της α­ρε­τής και ως το ε­πώ­νυ­μο της α­γι­ό­τη­τος, που συ­νε­χί­ζει την πα­ρά­δο­ση των με­γά­λων α­σκη­τών της Εκ­κλη­σί­ας.

3. Το Ά­γιον Ό­ρος με τα μά­τια του π. Μω­ϋ­σή

Τόν π. Μω­ϋ­σή τον γνώ­ρι­σα στο Ά­γιον Ό­ρος, στην Μο­νή της Σί­μω­νος Πέ­τρας. Ε­κεί­νος μου εί­πε ό­τι με συ­νά­ντη­σε για πρώ­τη φο­ρά στο κα­ρά­βι που πη­γαί­να­με στο Ά­γιον Ό­ρος ε­γώ ή­μουν Κλη­ρι­κός και ε­κεί­νος λα­ϊ­κός. Δεν θυ­μά­μαι αυ­τήν την σκη­νή ού­τε και τον π. Μω­ϋ­σή.
Ό­μως ή­μουν στην Ι­ε­ρά Μο­νή Σι­μω­νό­πε­τρας το έ­τος 1979, ό­ταν την ε­πι­σκέ­φθη­κε ο π. Πα­ΐ­σιος για να μι­λή­ση με τους μο­να­χούς. Την ε­πο­χή ε­κεί­νη α­να­ζη­τού­σα τον π. Πα­ΐ­σιο για να συ­ζη­τή­σω μα­ζί του κά­ποιο θέ­μα και τον βρή­κα στην Ι­ε­ρά Μο­νή του ο­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου.

Α­νέ­βη­κα μα­ζί του στην Σι­μω­νό­πε­τρα και ε­πει­δή δεν μπο­ρού­σε να με δη ε­κεί, με προ­σέ­λα­βε στην συ­νο­δεί­α του, βα­δί­ζο­ντας πε­ρί­που τέσ­σε­ρεις ώ­ρες για να πά­με στο Κελ­λί του, την Πα­να­γού­δα, και να μι­λή­σου­με ε­κεί, ό­που και δια­νυ­κτέ­ρευ­σα και α­ξι­ώ­θη­κα να γί­νω αυ­τή­κο­ος μάρ­τυ­ρας του τρό­που της νυ­κτε­ρι­νής προ­σευ­χής του.

Στην Σι­μω­νό­πε­τρα, λοι­πόν, ά­κου­σα την δι­ή­γη­ση του π. Πα­ϊ­σί­ου για τον πει­ρα­σμι­κό νυ­κτε­ρι­νό ε­πι­σκέ­πτη, το «τα­γκα­λά­κι» που ε­νό­χλη­σε τον π. Πα­ΐ­σιο, που κοι­μό­ταν δί­πλα α­πό το κελ­λί του π. Μω­ϋ­σή.

Έ­κτο­τε ο π. Μω­ϋ­σής εί­χε πολ­λούς πει­ρα­σμούς και ό­λους τους α­ντι­με­τω­πί­ζει με θάρ­ρος, υ­πο­μο­νή, σι­ω­πή, η­συ­χί­α και προ­σευ­χή. Μι­λά και γρά­φει μέ­σα α­πό πό­νο και χα­ρά, με ποί­η­ση και λό­γο, με ε­πι­χει­ρή­μα­τα σο­βα­ρά και α­πο­φα­τι­κά, πά­ντως, ό­μως, μέ­σα α­πό την μυ­στι­κή α­κρό­α­ση του ε­σω­τε­ρι­κού σφυγ­μού του Α­γί­ου Ό­ρους. Α­ξι­ώ­θη­κε και αυ­τός να γνω­ρί­ση τον κτύ­πο της καρ­δι­άς του Α­γί­ου Ό­ρους, την μυ­στι­κή και α­πόρ­ρη­τη α­γρυ­πνί­α του, το δυ­να­τό του κρα­σί.

Δεν πα­ρα­μέ­νει στο ε­ξω­τε­ρι­κό πε­ρί­βλη­μα, που μπο­ρεί να εί­ναι σaν το σκλη­ρό κα­ρύ­δι, αλ­λά ει­σέρ­χε­ται φι­λάν­θρω­πα στην ψύ­χα, τον καρ­πό, που τρώ­γε­ται ευ­χά­ρι­στα, θερ­μαί­νει και ζω­ο­γο­νεί.

Ο λό­γος του εί­ναι ποι­η­τι­κός και εκ­φα­ντι­κός, βγαλ­μέ­νος μέ­σα α­πό τον δι­κό του πό­νο, την μυ­στι­κή του προ­σευ­χή, τον α­λά­λη­το στε­ναγ­μό, την α­να­ζή­τη­ση την καρ­δια­κή, την α­γω­νί­α και την η­συ­χί­α του νο­σο­κο­μεί­ου, το άγ­γιγ­μα του θα­νά­του και την βί­ω­ση της α­να­στά­σι­μης ζω­ής, την δεύ­τε­ρη ζω­ή που του χά­ρι­σε ο Θε­ός με την συ­νέρ­γεια των για­τρών, αλ­λά και την άλ­λη ζω­ή της αι­ω­νί­ου α­παρ­χή.

Εί­ναι μια μαρ­τυ­ρί­α ζω­ντα­νή και ευ­ερ­γε­τι­κή. Θαυ­μά­ζω την δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του, την κι­νη­τι­κό­τη­τά του, τον λό­γο του και την μαρ­τυ­ρί­α του, τα πε­τάγ­μα­τα και την ι­σορ­ρο­πί­α του, την αρ­ρε­νω­πό­τη­τα και την μη­τρι­κό­τη­τά του. Έ­τσι ε­ξη­γεί­ται και η συγ­γρα­φή, που την ε­κλαμ­βά­νει ως ευ­λο­γί­α θε­ϊ­κή.

Στο τρί­το­μο αυ­τό έρ­γο μου ά­ρε­σαν πολ­λές εκ­φρά­σεις και χα­ρα­κτη­ρι­σμοί που δί­νει σε διά­φο­ρους α­γιο­ρεί­τας που βιο­γρα­φεί. Πα­ρα­θέ­τω με­ρι­κούς α­πό αυ­τούς: 

«Ε­ξα­σκών την νο­ε­ράν ερ­γα­σί­αν και ε­σθί­ων της θεί­ας α­γά­πης το μέ­λι, γε­νό­με­νος και εις άλ­λους ω­φέ­λι­μος».

 «Η προ­σευ­χή τον α­νέ­βα­ζε σε θεί­ες θε­ω­ρί­ες». 

«Ι­ε­ρός βλα­στός και ευ­ώ­δης αν­θός… την ευ­ω­δί­α του ευ­φράν­θη­σαν πολ­λοί». 

«Δό­θη­κε με­τά δα­κρύ­ων στην φί­λη προ­σευ­χή». «Υ­πέ­τα­ξε τον α­ντάρ­τη νού, την δέ­σποι­να κοι­λί­α και α­πέ­κτη­σε χρη­στο­ή­θεια» 

«Γέ­ρα­σε μό­νος και δεν εί­χε κα­μιά βο­ή­θεια». «Ήλ­θε στο Ά­γιον Ό­ρος στην πε­ρι­βό­τη­τη Χερ­σό­νη­σο των α­γί­ων.

Η τρι­ε­τής φοί­τη­σή του στο α­θω­νι­κό φρο­ντι­στή­ριο της ο­σι­ό­τη­τος… του έ­δω­σε ι­σχυ­ρή δύ­να­μη, για ν’ αρ­χί­σει ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κό έρ­γο» «Τίς α­σθέ­νει­ες του σώ­μα­τος θε­ω­ρού­σε υ­γεί­α της ψυ­χής και πη­γή τα­πει­νώ­σε­ως» «Έ­να σπά­νιο ευ­ώ­δες άν­θος του Πε­ρι­βο­λιού της Πα­να­γί­ας.
 Ε­πί 70 έ­τη μού­ντζω­νε την κο­σμι­κή μα­ται­ό­τη­τα, κά­θε αν­θρώ­πι­νη πα­ρη­γο­ριά» «Ά­δο­λος, α­πλός, ευ­θύς, πρά­ος, υ­πά­κου­ος, α­κτή­μων, σπά­νιος α­γω­νι­στής, ευ­λα­βέ­στα­τος, ει­λι­κρι­νής, α­πο­νή­ρευ­τος» «Ε­κού­σια και α­κού­σιος πεί­να, φτώ­χεια, στέ­ρη­ση, κα­κου­χί­α, και τα­λαι­πω­ρί­α. Πυ­κνές α­σθέ­νει­ες και πολ­λοί πει­ρα­σμοί τον κού­ρα­σαν αλ­λά δεν τον α­πο­γο­ή­τευ­σαν.

Τα δε­χό­ταν ό­λα ως α­πό Θε­ού» «Υ­πήρ­ξε α­σκη­τι­κός και βια­στής στην κα­λο­γη­ρι­κή του». «Οι έν­θε­ες α­ρε­τές στό­λι­ζαν την α­γνή του καρ­διά…. Το νού του εί­χε μό­νι­μα στραμ­μέ­νο στα ου­ρά­νια. Εί­χε χά­ρη το προ­σω­πό του. Γα­λή­νευ­ε κα­νείς μό­νο που τον έ­βλε­πε. Εί­χε παι­δι­κή ψυ­χή, α­πλό­τη­τα, α­κα­κί­α, α­γα­θό­τητ­τα. Την α­ρε­τή του την έ­κρυ­βε ε­πι­στα­μέ­νως. «Ζεί α­πλά, λι­τά, κα­λο­γε­ρι­κά, α­να­πτύσ­σο­ντας την α­ρε­τή της φι­λο­ξε­νί­ας». «Έ­ως της κοι­μή­σε­ώς του δια­τή­ρη­σε α­κμαί­α τη φι­λο­θε­ΐ­α, τη φι­λα­γι­ό­τη­τα, το φι­λά­ρε­το, το φι­λά­δελ­φο, φι­λά­ρε­το και φι­λο­α­θω­νι­κό πνεύ­μα».

Πρίν τε­λει­ώ­σω αυ­τήν την σύ­ντο­μη ει­σή­γη­σή μου δεν μπο­ρώ να α­γνο­ή­σω την ά­πο­ψη του π. Μω­ϋ­σή για το Ά­γιον Ό­ρος, ό­πως την δια­τύ­πω­σε με ποι­η­τι­κό τρό­πο.

«Κα­ρά­βι που τα­ξι­δεύ­ει το Ά­γιον Ό­ρος με κα­τάρ­τι τον Ά­θω­να, ση­μαί­α την Με­τα­μόρ­φω­ση κι ά­γκυ­ρα την Πα­να­γί­α, στ’ α­μπά­ρια κου­βα­λά­ει νά­μα, μέ­λι, κε­ρί και λι­βά­νι για τους πει­να­σμέ­νους του νάρ­θη­κα, για τους λα­βω­μέ­νους των στα­σι­δι­ών».

Κα­ρά­βι εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος σaν την Εκ­κλη­σί­α –ναύς– που πλέ­ει μέ­σα στην νε­κρά θά­λασ­σα του βί­ου τού­του, για να α­πο­βι­βά­ση τους ε­πι­βά­τες του στο εύ­διο λι­μά­νι, την θε­ω­ρί­α του Θε­ού. Αυ­τό το ζω­ντα­νό και ζω­η­φό­ρο κα­ρά­βι δέ­χε­ται πολ­λούς πει­ρα­σμούς, α­πό πει­ρα­τές και δια­φό­ρους ε­σμούς, α­πό κύ­μα­τα και ο­νει­δι­σμούς, βρά­χια και πά­θια και ό­μως αυ­τό πο­ρεύ­ε­ται για να ελ­λι­με­νι­σθή στον προ­ο­ρι­σμό του, στο πέ­ρας του μυ­στη­ρί­ου.

Κα­τάρ­τι του εί­ναι ο πε­ρι­ώ­νυ­μος Ά­θως, τον ο­ποί­ο στο­λί­ζει το α­γιο­ρεί­τι­κο Θα­βώρ, που κρύ­βει με­τα­μορ­φω­μέ­νους α­γιο­ρεί­τας, φα­νε­ρούς και α­φα­νείς, γνω­στούς και α­γνώ­στους, θε­α­τούς και α­θε­ά­τους, εν­δε­δυ­μέ­νους και γυ­μνούς.

Ά­γκυ­ρα εί­ναι η Πα­να­γιά, η ά­γκυ­ρα της πί­στε­ως και της ελ­πί­δας, τα μη­τρό­θε­α σπλά­χνα που α­γκα­λιά­ζουν ό­λον τον κό­σμο, που πα­ρα­μέ­νει σι­ω­πη­λή και εύ­λα­λη μη­τέ­ρα, η ο­ποί­α α­γα­πά ό­λους τους αν­θρώ­πους, ι­διαι­τέ­ρως ό­σους γί­νο­νται πνευ­μα­τι­κές μη­τέ­ρες του Υι­ού της.

Στά α­μπά­ρια του αυ­τό το ευ­λο­γη­μέ­νο κα­ρά­βι, ως πο­λύ­τι­μους θη­σαυ­ρούς δεν κου­βα­λά­ει α­πλώς τους καρ­πούς της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, της α­γιο­γρα­φί­ας, της πα­λαιο­γρα­φί­ας, αλ­λά ό,τι πιο τα­πει­νό, φτω­χό και γλυ­κό δια­θέ­τει η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α και εί­ναι πέ­ρα α­πό τα α­πο­κυ­ή­μα­τα της φα­ντα­σί­ας, τους στο­χα­σμούς και τους ευ­σε­βι­σμούς. Εί­ναι το νά­μα, που γλυ­καί­νει και τρελ­λαί­νει το μέ­λι, που γί­νε­ται α­πό τις μέ­λισ­σες της η­συ­χί­ας και προ­σφέ­ρε­ται γι’ αυ­τούς που α­γα­πούν τα γλυ­κέ­α τώ λά­ρυγ­γι, τα άρ­ρη­τα ή και ρη­τά ρή­μα­τα το κε­ρί, που φω­τί­ζει κε­νω­τι­κά και πα­ρη­γο­ρεί ι­λα­ρά, ό­πως ι­λα­ρό εί­ναι το Φως του κό­σμου το λι­βά­νι, που ευ­ω­διά­ζει ου­ρα­νό και α­νε­βαί­νει ως ο­σμή ευ­ω­δί­ας θα­νά­του και ζω­ής, ευ­λο­γη­μέ­νης θα­να­το­ζω­ής.

Και τους θη­σαυ­ρούς αυ­τούς τους φυ­λά­ει κρυ­φά, μυ­στι­κά για να τους δώ­ση με α­πλο­χε­ριά σ’ αυ­τούς που το α­γα­πούν και την μυ­στι­κή φω­νή του α­κούν, σε ό­σους έ­χουν πο­νέ­σει ε­σχα­το­λο­γι­κά και έ­χουν πλη­γω­θή βα­θειά, σ’ αυ­τούς που κά­θο­νται στον Νάρ­θη­κα και πει­νούν για άλ­λη δι­καιο­σύ­νη και πο­νούν α­πό τις πλη­γές που κα­νέ­να Νο­σο­κο­μεί­ο δεν θε­ρα­πεύ­ει και κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να α­κου­μπή­ση πα­ρά μό­νον ο αι­ώ­νιος για­τρός που αγ­γί­ζει τρυ­φε­ρά.

Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι τό­πος λό­γου και σι­ω­πής, μυ­στη­ρί­ου και φα­νέ­ρω­σης, ά­σκη­σης και θε­ο­πτί­ας, αν­θρω­πι­άς και θε­ϊ­κής φο­ράς, πα­ρελ­θό­ντος και ε­σχά­του.

Ό­λο το Ά­γιον Ό­ρος βρί­σκε­ται μέ­σα στην καρ­διά του και το κα­τα­λα­βαί­νει αυ­τός που α­κού­ει τον μυ­στι­κό κτύ­πο της, που λέ­γει α­κα­τά­παυ­στα την ευ­χή, την ου­ρά­νια ω­δή. Το ε­ξω­τε­ρι­κό πλη­σί­α­σμα του Α­γί­ου Ό­ρους εί­ναι οι λα­μπρές α­κο­λου­θί­ες του, αλ­λά το ε­σω­τε­ρι­κό του άγ­γιγ­μα εί­ναι τα τερ­ρι­ρέμ, ό­χι της ψαλ­τι­κής, αλ­λά της ζω­ής της καρ­δια­κής. Άν μπο­ρού­σε κα­νείς να πλη­σιά­ση την καρ­διά ε­νός Α­θω­νί­του μο­να­χού, που κά­θε­ται στο στα­σί­δι του σε στά­ση ύ­πνου και ξύ­πνιου, ό­ταν ψάλ­λο­νται τα τερ­ρι­ρέμ, αυ­τός μπο­ρεί να δη τί εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος.

Αυ­τήν την στά­ση του α­γρυ­πνού­ντος κε­κοι­μη­μέ­νου μο­να­χού και την ε­σω­τε­ρι­κή κραυ­γή του, που ορ­μά προς τον ά­ναρ­χο Τρια­δι­κό Θε­ό, σε μια α­ει­κί­νη­τη στά­ση και σε μια στά­σι­μη κί­νη­ση πε­ρι­γρά­φει στο τρί­το­μο έρ­γο του ο π. Μω­ϋ­σής.
Έ­τσι το διά­βα­σα και αυ­τήν την αί­σθη­ση δι­έ­κρι­να. Αυ­τό εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος. Ό­ποιος γνώ­ρι­σε κά­ποιο άλ­λο Ά­γιον Ό­ρος, έ­χει σφα­λε­ρή αί­σθη­ση και γνώ­μη που προ­σφέ­ρε­ται για τα­χύ­τα­τη α­να­θε­ώ­ρη­ση, για να προ­σεγ­γί­ση κά­ποιον ζω­η­φό­ρο ε­ρη­μί­τη. Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι γε­μά­το α­πό πνεύ­μα και ζω­ή, α­γά­πη και θαλ­πω­ρή, κο­μπο­σχοί­νι και προ­σευ­χή, α­να­μο­νή και προ­σμο­νή, ό­νει­ρο και κραυ­γή, λά­δι και κρα­σί, ώ­σμω­ση κα­τα­πλη­κτι­κή και αι­ώ­νια ευ­λο­γη­τή.

Για να μι­λή­σης για το Ά­γιον Ό­ρος πρέ­πει να εί­σαι καρ­δια­κός α­να­ζη­τη­τής, νη­φά­λια με­θυ­σμέ­νος και οι­νο­χό­ος κα­λός, πο­νε­μέ­νος ε­ρα­στής και ευ­αί­σθη­τος ποι­η­τής, ό­πως εί­ναι ο π. Μω­ϋ­σής.