Τρίτη 28 Απριλίου 2015
Παρασκευή 24 Απριλίου 2015
Εγώ ο Πανσέληνος, ένας φανταστικός βίος
«...Σ όλο τον κόσμο δεν βρέθηκε, μηδέ θα βρεθεί τέχνη όμοια με της
Ανατολής, να δίνει τέτοιο πάθος και τέτοιο γλυκό παράπονο στα πλάσματά
της. Όποιος έχει καρδιά θερμή, εκείνος θα με καταλάβει. Καμιά τέχνη δε
μεταχειρίστηκε τόσο απλά μέσα και καμιά τέχνη δεν έπιασε τέτοια πράματα.
Από κοντά, τα μάτια είναι δυό πινελιές, μια μαύρη και μίαν άσπρη, η
μύτη είναι καμωμένη με δυό ελαφρές γραμμές! Δεν είναι λοιπόν μεγάλο
μυστήριο; Τι θέλουνε να πούνε αυτοί που μιλάνε για φυσικά και για
ανατομίες και για επιστήμες και για οφθαλμολογίες και τέτοια; Εδώ δεν
υπάρχει μηδέ φυσικό, μηδέ αφύσικο, μηδέ τίποτα. Εδώ υπάρχει αυτό το
ανεξερεύνητο μυστήριο, που δεν μπορεί να το πιάσει μηδέ ο σοφός
Σολομώντας, με λόγια, με σκολειά και με φιλοσοφίες. «Δώρημα τέλειον
άνωθεν καταβαίνον εκ του πατρός των φώτων». Φλόγα άπιαστη, ακατανόητη
πνοή!...».Απόσπασμα
Φώτη Κόντογλου – Η Μελαγχολία των Παλαιολόγων, περισσότερα ΕΔΩ.
Στό παρακάτω βίντεο "Εγώ ο Μανουήλ Πανσέληνος".
Η σειρά πραγματεύεται πανανθρώπινες αξίες που εκφράστηκαν σε κοινωνίες του παρελθόντος και στηρίζεται στα πατερικά κείμενα, στο Ευαγγέλιο, σε κείμενα θεωρητικά, φιλοσοφικά, δοξαστικά και - πολλές φορές - προφητικά. Αυτά τα κλασικά κείμενα, που περιέχουν την πείρα και τη σοφία αιώνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, συνδέονται με τα σημερινά προβλήματα του ανθρώπου, ανοίγοντας έναν γόνιμο διάλογο.
Είναι ένας λόγος που γράφτηκε εδώ και δυόμιση χιλιετίες επίκαιρος; Σε ποια κοινωνία απευθυνόταν; Τι κοινό έχει με τη σημερινή; Μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο σε μια άλλη οπτική, έναν διαφορετικό προσανατολισμό και μια επαναξιολόγηση της πορείας του σήμερα;
Τα γυρίσματα της σειράς πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, την Τουρκία (Καππαδοκία και Αντιόχεια), την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Σκωτία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Συρία.
Εγώ ο Μανουήλ Πανσέληνος. Ένας φανταστικός βίος (18-4-2014)
Δεν θα ξέραμε τίποτα για τον Μανουήλ Πανσέληνο, τον μεγαλύτερο ζωγράφο της βυζαντινής τεχνοτροπίας που ζωγράφισε τις εκπληκτικές τοιχογραφίες του 13ου αιώνα στο Πρωτάτο και στις άλλες μονές του Αγίου Όρους, αν ο μοναχός Διονύσιος εκ Φουρνά, δεν διέσωζε το όνομά του, γράφοντας μια πραγματεία περί ζωγραφικής για να φωτιστούν οι νεώτεροι, όπως έγραψε, από τον «ως σελήνη λάμποντα κυρ Μανουήλ Πανσέληνο», τρεις αιώνες μετά τον θάνατό του.
Στην εκπομπή συμμετέχει ο π. Σταμάτης Σκλήρης
Παραγωγή: Ελληνική
Σκηνοθέτης: Μαρία Χατζημιχάλη-Παπαλιού
Είναι ένας λόγος που γράφτηκε εδώ και δυόμιση χιλιετίες επίκαιρος; Σε ποια κοινωνία απευθυνόταν; Τι κοινό έχει με τη σημερινή; Μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο σε μια άλλη οπτική, έναν διαφορετικό προσανατολισμό και μια επαναξιολόγηση της πορείας του σήμερα;
Τα γυρίσματα της σειράς πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, την Τουρκία (Καππαδοκία και Αντιόχεια), την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Σκωτία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Συρία.
Εγώ ο Μανουήλ Πανσέληνος. Ένας φανταστικός βίος (18-4-2014)
Δεν θα ξέραμε τίποτα για τον Μανουήλ Πανσέληνο, τον μεγαλύτερο ζωγράφο της βυζαντινής τεχνοτροπίας που ζωγράφισε τις εκπληκτικές τοιχογραφίες του 13ου αιώνα στο Πρωτάτο και στις άλλες μονές του Αγίου Όρους, αν ο μοναχός Διονύσιος εκ Φουρνά, δεν διέσωζε το όνομά του, γράφοντας μια πραγματεία περί ζωγραφικής για να φωτιστούν οι νεώτεροι, όπως έγραψε, από τον «ως σελήνη λάμποντα κυρ Μανουήλ Πανσέληνο», τρεις αιώνες μετά τον θάνατό του.
Στην εκπομπή συμμετέχει ο π. Σταμάτης Σκλήρης
Παραγωγή: Ελληνική
Σκηνοθέτης: Μαρία Χατζημιχάλη-Παπαλιού
Φώτης Κόντογλου – Η Μελαγχολία των Παλαιολόγων
Ο Ναός της Περίβλεπτου -Μυστράς |
Τ’ απόγεμα η εκκλησία σκοτείνιαζε κι αγρίευε. Από πάνου από την σκαλωσιά άκουγα πατήματα. «Κανένα φάντασμα θα περπατά», συλλογιζόμουνα, και γύριζα το κεφάλι μου πάντα κατά το μέρος που στεκόντανε ζωγραφισμένοι οι στρατιώτες και οι πολεμάρχοι. Στεκόντανε στη σειρά ένα γύρο, λίγο ψηλότερα από το χώμα, οι περισσότεροι με βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στο στήθος, πολλοί απ αὐτοὺς κομματιασμένοι από τις σπαθιές. Σε πολλά κεφάλια είχε απομείνει γερό ένα μάτι μοναχά, μα κείνο το μάτι έβλεπε σαν δέκα ζωντανά.
Μνήσθητί μου, Κύριε! Χρόνια πέρασα μέσα σε κείνη την εκκλησιά, και μ όλα τούτα ανατρίχιαζα, σύγκρυο με διαπερνούσε. Κείνοι οι χορταριασμένοι τοίχοι ήτανε ζωντανοί, καρδιές χτυπούσανε, νεύρα τανυζόντανε, σπαθιά, σαργίτες, ταρκάσια, σκουτάρια τρίζανε απάνω στα κορμιά. «Και ιδού, σεισμός και προσήγαγε τα οστά, εκάτερον προς την αρμονίαν αυτού. Και είδον· και ιδού επ αὐτὰ νεύρα και σάρκες εφύοντο, και ανέβαινεν επ αὐτὰ δέρμα επάνω. Και εισήλθεν εις αυτά το πνεύμα και έζησαν και έστησαν επί των ποδών αυτών, συναγωγή πολλή σφόδρα».
Ετούτοι είναι οι τελευταίοι στρατιώτες του Παλαιολόγου, τότε που ήρτανε και πιάσανε για μετερίζι της απελιπισίας το φημισμένο βουνό του Ταϋγέτου, σιμά στην αρχαία Σπάρτη. Ανεμοδαρμένο απάνου στον βράχο, μαραζωμένο, τα μάτια τους μελανιασμένα και λαμπερά από την θέρμη, από την αγρύπνια και την αγωνία. Ανατολίτες, στρατολογημένοι από τα μέρη της Σηλύβριας, της Μαύρης Θάλασσας, την Αγχίαλο, την Καβάρνα, κι άλλοι ντόπιοι απ τὸν Δρόγγο των Σκορτών, το Σάλαβρο, το Βοίτουλο, τη Μάνη, τη Γρεμπενή, τον Αϊτό κ.α., αίματα παλιά. Δεν είναι στρατιώτες βαριοί, με κορμιά δυνατά. Τα χέρια τους και τα ποδάρια τους είναι κοκκαλιασμένα, τα κορμιά λιγνά, περπατάνε ελαφρά σαν φαντάσματα, πολεμιστές ενός βασιλείου που δεν είναι τούτου του κόσμου. «Θεία παρεμβολή, θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου». Σαν τον αφέντη τους τον Κωνσταντίνο, ξέρουνε το κακό το ριζικό τους.
Κι οι άλλοι οι σύντροφοί τους είναι παραπονεμένοι, μα τούτος είναι πολύ θλιμμένος, φαρμάκι στάζει από το στόμα του. Στέκεται σαν πουλί αναφτερουγιασμένο. Στο να χέρι του βαστά αλαφρά το δοξάρι και τ άλλο τ ακουμπά απάνω στο σπαθί. Από το λαιμό του είναι κρεμασμένη η περικεφαλαία πισ απὸ την ωραία κεφαλή του, στον έναν ώμο του έχει ριγμένο το ταρκάσι με τις σαγίτες και στον άλλον ώμο το σκουτάρι του.
Ώρες καθόμουνα και κουβέντιαζα μαζί του σε μια γλώσσα που δε χρειάζεται μηδέ στόμα για να τη πει, μηδέ αφτί, για να την ακούσει. Τον άκουγα που μου μιλούσε από τον άλλο κόσμο, σαν τ αγέρι που φυσά απάνου στ ἄγρια χορτάρια που ναι φυτρωμένα σε κάστρο ρημαγμένο, μα καταλάβαινα καθαρά τι μου λεγε.
Τούτος ο στρατιώτης δεν είναι κανένας άντρας δυνατός, με κορμί αντρειωμένο, χεροδύναμος και φοβερός. Το κορμί του είναι αλαφρό και λυγερό, τα ποδάρια του ψιλά και μακριά σαν του ζαρκαδιού. Κείνα τα δάχτυλα των χεριών του είναι ίδια κοντύλια ψιλοπελεκημένα, ίδια αγιοκέρια, κι απορείς πως κρατάνε άρματα. Το κεφάλι του γέρνει στον ώμο του σαν του Χριστού. Τέτοιο κεφάλι ποιό πινέλο να το ζωγράφισε! Ζωγράφος είμαι κι εγώ, κι όμως απορώ για την τόση τέχνη. Από ποιό μέρος ήρθε τούτο το χέρι, που κράτησε το πινέλο, για να τυπώσει αυτά τα πικραμένα μάτια, αυτό το πηγούνι, αυτό το στόμα, αυτά τα μαλλιά! Τι μυστήριο κρύβεται μέσα σ αὐτὸν τον καθρέφτη π ἀντιφεγγίζει τις χαρές ενός άλλου κόσμου! Και τι ευτυχία για μας, να φτάξει ίσαμε τα χρόνια μας ένα τέτοιο δώρο εξαίσιο! Πρόσωπο γλυκομελάχρινο, ψημένο από τον ήλιο της Ανατολής, στα μέρη που πολεμούσε για την πίστη του Χριστού. Από τα μισοσφαλισμένα μάτια του βγαίνει μία αντιφεγγιά γλυκιά, ήρεμη και θλιμμένη.
Σ όλο τον κόσμο δεν βρέθηκε, μηδέ θα βρεθεί τέχνη όμοια με της Ανατολής, να δίνει τέτοιο πάθος και τέτοιο γλυκό παράπονο στα πλάσματά της. Όποιος έχει καρδιά θερμή, εκείνος θα με καταλάβει. Καμιά τέχνη δε μεταχειρίστηκε τόσο απλά μέσα και καμιά τέχνη δεν έπιασε τέτοια πράματα. Από κοντά, τα μάτια είναι δυό πινελιές, μια μαύρη και μίαν άσπρη, η μύτη είναι καμωμένη με δυό ελαφρές γραμμές! Δεν είναι λοιπόν μεγάλο μυστήριο; Τι θέλουνε να πούνε αυτοί που μιλάνε για φυσικά και για ανατομίες και για επιστήμες και για οφθαλμολογίες και τέτοια; Εδώ δεν υπάρχει μηδέ φυσικό, μηδέ αφύσικο, μηδέ τίποτα. Εδώ υπάρχει αυτό το ανεξερεύνητο μυστήριο, που δεν μπορεί να το πιάσει μηδέ ο σοφός Σολομώντας, με λόγια, με σκολειά και με φιλοσοφίες. «Δώρημα τέλειον άνωθεν καταβαίνον εκ του πατρός των φώτων». Φλόγα άπιαστη, ακατανόητη πνοή!
Η τέχνη της ανατολικής χριστιανοσύνης είναι καθαρή θροφή για το πνεύμα και χαρά για τα μάτια. Το ιδεώδες της Ανατολής απέχει από το ιδεώδες της Δύσης όσο κι ο ουρανός από τη γη. Με το πάθος η Ανατολή πέτυχε το εξωτικό αποτέλεσμα που ζητά το πνεύμα σαν ελάφι διψασμένο. Η Δύση έκανε ανάμεσα στα έθνη εκείνα όπως ο Προμηθέας, και πήγε το φως σ εκείνους που ζούσανε στο σκοτάδι. Πήγε και κούρνιασε στην αϊτοφωλιά, στο Τολέδο, Ανατολίτης ντερβίσης, κήρυκας της εγκράτειας στην τέχνη της ζωγραφικής, βαριεστισμένος από τα πανηγύρια της Βενετιάς. Όπως ήτανε κατατρεγμένοι οι Βυζαντινοί που σκαλώνανε στα βράχια του Μυστρά, έτσι κι ο Θεοτοκόπουλος πήγε και φώλιασε στο Τολέδο.
πηγή
Δευτέρα 6 Απριλίου 2015
Τον Νυμφώνα σου βλέπω...
Τι
να γράψεις για την Μεγάλη Εβδομάδα όταν η ζωή σου πνίγεται σε μια μικρή
πεζότητα. Πώς να προσεγγίσεις τα Μεγάλα όταν νιώθεις τόσο μικρός; Πώς
να μιλήσεις για την όντως χαρά όταν φυλλομετράς δάκρυ και αίμα στο
ημερολόγιο της ψυχής σου;
Μήπως όμως μονάχα μέσα από την ταπείνωση, την επίγνωση, τα αδιέξοδα και τις καταστροφές μπορείς να εισέλθεις στον Νυμφώνα Του;
Γιατί
αυτό τελικά που θα ανοίξει την θύρα του ουρανού δεν θα έχει σχέση με
τις αρετές μας. Ούτε με τις υπόγειες διαδρομές στα ναρκισσιστικά
παιχνίδια του εγωκεντρισμού μας και ας έχουν το προφίλ της
«πνευματικότητας». Το μυστικό του ουρανού είναι μια τέχνη που την
γνωρίζουν μονάχα οι ταπεινοί. Είναι απλό μα θέλει τσακισμένο εγωισμό
.Είναι σοφό μα θέλει να είσαι «μωρός» .Είναι για τους πιστούς μα όχι
για αυτούς που κάνανε την πίστη εγγυήσεις και ιδεολογία. Είναι μια
γλώσσα μυστική που δυο είδη ανθρώπων την γνωρίζουν στην ζωή , οι Άγιοι
και οι πολλοί αμαρτωλοί, άλλωστε για να ΄΄ φτάσεις στον παράδεισο πρέπει να πάρεις φόρα από τον πάτο της κόλασης...΄΄ ή να είσαι στον προσωπικό σου ΄΄Άδη και να μην απελπίζεσαι (Άγιος Σιλουανός του Άθω).
Η
Μεγάλη Εβδομάδα δεν είναι γι΄ αυτούς που αισθάνονται ισχυροί, που
ζαλίστηκαν στην αλαζονεία της δήθεν αρετής τους, στην δύναμη της
εξουσίας τους και των «κατορθωμάτων» τους. Δεν είναι γι΄ αυτούς που
έμειναν πιστοί στα «έθιμα» και τις «παραδόσεις» μιας θρησκευτικής
σύμβασης.Από τότε που πάψαμε να «μετράμε την ποιότητα της ζωής με την
χαρά της Γιορτής…» να μεταμορφώνουμε τον πόνο σε προσευχή, τους καημούς
και τα μεράκια της υπάρξεως μας σε τέχνη, δεν μπορούμε να βιώσουμε την
Μεγάλη Εβδομάδα. Γιατί για να βιώσεις την Μεγ. Εβδομάδα πρέπει με
πνευματικό θάρρος να ομολογήσεις «ότι στα δάκρυα της Μαγδαληνής είδες τα
δάκρυα σου..».
Εισαγωγή στα Πάθη τα σεπτά
Υπόμνημα στην αρχή της Μ. Εβδομάδος
Από τον καθηγητή Αριστείδη Πανώτη, Μ. Ιερομνήμονα της Εκκλησίας ΚΠόλεως, για το Amen.gr.
Η ορθόδοξη λατρεία χαρακτηρίζεται για τον πραγματισμό της γιατί
παρακολουθεί με ακρίβεια τα συμβάντα των τελευταίων ημερών του Ιησού
Χριστού. Αυτά καταγράφονται στα τέσσερα Ευαγγέλια και αρχίζουν με τη
θριαμβευτική Είσοδό του στα Ιεροσόλυμα και τα Σεπτά Πάθη και την
Ανάστασή του.
Οι γενεές των χριστιανών με αυτά γαλουχήθηκαν από την Εκκλησία η οποία
τα ενεργοποιεί και τα «αναπαράγει» μέσα στο λειτουργικό της χρόνο ως
«μεγάλα και απόρρητα» ιερά γεγονότα που τελέστηκαν στην «πνευματικὴ
θεραπεία», γι' αυτό και οι χριστιανοί τα τιμούν την τελευταία Μεγάλη
Εβδομάδα. Μέ αυτά παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, «ήρθη το μεσότοιχο του
φραγμού μεταξύ Θεού και ανθρώπου..., και άνοιξε ο Παράδεισος».
Η «οικουμενική τιμή»επί αιώνες αυτών των ημερών, αποβλέπει στη ζωντανή συμμετοχή στις Ακολουθίες της Εκκλησίας μας για τη διδαχή και τη βίωση των ιερών νοημάτων τους. Για να ενεργοποιηθεί η ευσέβεια των ημερών αυτών «συλλειτουργουν» οι υψηλές εμπνεύσεις της Υμνολογίας, της Εικονογραφίας, της Ψαλτικής τέχνης και της Τάξεως. Έτσι η κληρονομία των Λειτουργικών Τεχνών της πολιάς χριστιανικής αρχαιότητας συναρπάζει και μεταφέρει τους χριστιανούς στο χρόνο, στο χώρο και στο τόπο του Σωτηρίου Πάθους και έχουμε τις πλέον συμπυκνωμένες με υψηλά νοήματα ημέρες του χρόνου που τις αποκαλούσε «ως την ουσιωδέστερη στιγμή των μυστηρίων της ορθοδόξου λατρείας» ο Ρώσος θεολόγος Σέργιος Μπουλγακώφ.
Η «οικουμενική τιμή»επί αιώνες αυτών των ημερών, αποβλέπει στη ζωντανή συμμετοχή στις Ακολουθίες της Εκκλησίας μας για τη διδαχή και τη βίωση των ιερών νοημάτων τους. Για να ενεργοποιηθεί η ευσέβεια των ημερών αυτών «συλλειτουργουν» οι υψηλές εμπνεύσεις της Υμνολογίας, της Εικονογραφίας, της Ψαλτικής τέχνης και της Τάξεως. Έτσι η κληρονομία των Λειτουργικών Τεχνών της πολιάς χριστιανικής αρχαιότητας συναρπάζει και μεταφέρει τους χριστιανούς στο χρόνο, στο χώρο και στο τόπο του Σωτηρίου Πάθους και έχουμε τις πλέον συμπυκνωμένες με υψηλά νοήματα ημέρες του χρόνου που τις αποκαλούσε «ως την ουσιωδέστερη στιγμή των μυστηρίων της ορθοδόξου λατρείας» ο Ρώσος θεολόγος Σέργιος Μπουλγακώφ.
Η Εβδομάδα αυτή έχει δική της ενότητα που τη ξεχωρίζει από τη λοιπή
Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Σοφή είναι η κατάταξη των Προφητικών και
Ευαγγελικών αναγνωσμάτων που προετοιμάζουν για να συμβαδίσουμε με τον
Χριστό τις τελευταίες ημέρες του επί γης βίου του. Οι τρις πρώτες
ημέρες της Μ. Εβδομάδος έχουν καταφανή ομοιότητα μεταξύ τους όχι μόνο
γιατί τελείται κατ΄ αυτάς η Ακολουθία Μεταδόσεως και Μεταλήψεως των
Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, αλλά γιατί επόμενες φέρουν όλες την ίδια
εκπληκτική δομή στον Όρθρο και στον Εσπερινό με τις ευχές, τα τροπάρια
και τα αναγνώσματα, που παρακολουθούν την πραγματική ευαγγελική διήγηση
της πορείας του Χριστού προς το Πάθος. Κάθε ημέρα υμνείται το ιερό
γεγονός που συνοψίζει περιληπτικά ο λεγόμενος Οίκος της και αναφέρεται
το Μηνολόγιο. Η εισαγωγική λειτουργική ενότητά τους επιβεβαιώνεται
από την ακολουθούμενη τάξη τους. Όλες αρχίζουν με αργό ψάλσιμο του
μεσονυκτικού τροπαρίου: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...» και όλες προλογἰζουν
τους Αίνους με το ίδιο Εξαποστειλάριο: «Τον νυμφώνα σου βλέπω...» όπως
κάθε Ακολουθία του πρώτου τριήμερου της Μ. Εβδομάδος.
Το πρωΐ της Παρασκευής προ της Κυριακής των Βαΐων τελείται με Εσπερινό η
Προηγιασμένη και διαβάζεται πρώτα η περικοπή εκ της Γενέσεως
(ΜΘ΄33-Ν΄2) που περιγράφει τη ταφή του Ιακώβ, προπάτορα του Ιησού, και
την ταφή του όμορφου και αθώου Ιωσήφ που πουλήθηκε από τους αδελφούς
του. Οι δύο αυτές ταφές της Π. Διαθήκης αναφέρονται για να συγκριθούν
με τη ταφή «του φίλου του Χριστού Λαζάρου» που τέλεσαν οι αδελφές του με
συνείδηση ότι υπάρχει πέρα του τάφου ζωή (Ιωάν. ια΄.24). Όμως για να
επιβεβαιωθεί η αθανασία την κατάλληλη ώρα φθάνει στη Βηθανία Αυτός που
επιβεβαιώνει ότι είναι «η Ανάσταση και η Ζωή» και μάλιστα «ότι όποιος
πιστεύει σ' Αυτόν και αν αποθάνει θα ζήσει» (Ιωάν.ό.π.25). Η
γνωστοποίηση αυτής της υπερκόσμιας ελπίδας ότι η ζωή συνεχίζεται και
μετά την σωματική φθορά του ανθρώπου ακούγεται από το στόμα του Ιησού
πριν το Πάθος Του και πιστοποιεί «την κοινή μας ανάσταση» «προ εξ ημερών
του Πάσχα». Τό δεύτερο ανάγνωσμα είναι εκ των Παροιμιών ( ΛΑ. 8-31)
που με αφορμή τη πίστη στην αιωνιότητα των αδελφών του Λαζάρου και στους
λόγους του ελθόντος στο μεταξύ Ιησού επαινεί την αξία της γυναίκας.
Στο Εσπερινό της Βαϊοφόρου με το ίδιο ευφρόσυνο, και παραμυθητικό
πνεύμα ξεκινούν και τα ιδιόμελα Στιχηρά και τα αναγνώσματα που μιλούν
καθαρά για τον «αναπεσώντα» λέοντα και σκύμνο του Ιούδα, που αγγέλλει ο
θνήσκων πατριάρχης Ιακώβ και χαιρετούν οι προφήτες Σοφονίας και
Ζαχαρίας ως δίκαιο «σώζοντα» «βασιλέα» «επιβεβηκότα επί υποζύγιο και
πώλον νέον»! Τα στιχηρά χαιρετίζουν τον θριαμευτικά εισερχόμενο στην
Αγία Πόλη με το: «Ωσαννά ο έχων πλήθος οικτιρμών». Ο Όρθρος ανεφημεί
την Ανάσταση του Λαζάρου αλλά εξυμνεί χαρμόσυνα τον Ερχόμενο στον
Κανόνας του ο Κοσμάς με το «Ωσαννά Χριστός, ευλογημένος Θεός», που
είναι και η ακροστιχίδα του Κανόνα. Με επευφημιστικά σύμβολα νίκης,
κλάδους φοινίκων, καλούνται οι πιστοί να υποδεχθούν τον Λυτρωτή τους,
«ως νικητή του θανάτου». Γιατί σ' αυτό αποσκοπεί όλο το Πάθος, στη νίκη
κατά του θανάτου που προήλθε από την αμαρτία, νίκη που προτυπώθηκε με
την Έγερση του Λαζάρου και ολοκληρώθηκε με την Κάθοδο στον Άδη και την
Ανάσταση του Κυρίου.
Τη Μ. Δευτέρα
Από τις εσπερινές ώρες της Κυριακής των Βαΐων αρχίζουν οι παννυχίδες των
«Νυμφίων». Η κάθε μία τους αντιστοιχεί στον Όρθρο της επόμενης ημέρας. Η
Ακολουθία ξεκινά μετά τον Εξάψαλμο με το κατανυκτικό τριπλό μέγα
Αλληλουάριο που είναι έμμνηνο, γιατί έχει ως εφύμνιο βιβλικούς στίχους.
Οι Ακολουθίες των τριών πρώτων ημερών συνήθως καλούνται «Νυμφίοι» γιατί ο
πρώτος ύμνος που ακούγεται είναι για τον «Νυμφίο της Εκκλησίας» που η
υποδοχή του αρχίζει λιτανευτικά μελωδικά και εποπτικά με την
απεικόνιση του «Πάσχοντος Νυμφίου», ενώ τον αναμένουν οι προσελθόντες
μέσα στη νύκτα προσκυνητές με ένδυμα γάμου και αναμμένες τις λαμπάδες
της ψυχής τους. Η ιερή εικόνα του παραμένει στο κέντρο του κάθε ναού
μέχρι το απόγευμα της Μ. Τετάρτης για να θυμίζει η ιστόρησή της πως εκεί
«αναπαράγονται» τα ιερά γεγονότα του «καιρού εκείνου» για να συζούμε τα
μυστικά νοήματα των Σεπτών Παθών του Σωτήρος Χριστού.
Στις βραδινές συνάξεις της Κυριακής και της Δευτέρας το ανάγνωσμα είναι
εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, που γράφηκε προς κατήχηση των εξ
Εβραίων χριστιανούς. Η περικοπή αναφέρεται στην ακαρπία της συκιάς
που ξεράθηκε γιατί έπαυσαν να τη ζωογονούν οι χυμοί των ριζών της στη
γη. Και η Συναγωγή καθηλώθηκε στην τυπολατρική θρησκευτικότητα
οδηγήθηκε στην αρτηριοσκλήρωση της ευσεβείας για να κατασταθεί ανίκανη
για να δώσει καρπούς αγάπης. Ο Χριστός παραγγέλλει σε όσους
αποξηραίνονται «κλίμα» άλλων εποχών: «Μηκέτι ἐκ σού καρπός γένηται εις
τον αιώνα». Και αιτιολογημένα αρχίζει τη μεγάλη του διαμάχη με όσους
τότε ευθύνονταν για το κατάντημα της Συναγωγής διηγούμενος τις
παραβολές: «Των δύο τέκνων» ( Ματθ. κα΄ 28-32) και «Των κακών εργατών
του αμπελώνα» ( Ματθ. κα΄33-44 και Μαρκ. ιβ΄1-12 και Λουκ.κ΄ 9-10).
Στη συνέχεια ο πολυμαθής Καλαβρός ερημίτης Κοσμάς ο Μελωδός, που έζησε
αιχμάλωτος στην αραβοκρατούμενη τότε Παλαιστίνη, έγινε από τον
Ιεροσολύμων Θεόδωρο το 743 επίσκοπος της παραθαλάσσιας πολίχνης των
Ανδήδων, που λέγεται αραβικά Μαϊουμά. Αυτός συνέταξε τον Κανόνα της Μ.
Δευτέρας, επάνω σε τρεις μόνον Ωδές, εξ αυτού και Τριώδια, με πρότυπα
τη α΄, την η΄ και την Θ΄ Ωδή του Μωϋσέως (Δευτ. λβ΄. 1-43). Το πρώτο
τροπάριο του κάθε Κανόνα καλείται «ειρμός» και καθορίζει το μέτρο τη
μελωδία των τροπαρίων που τον ακολουθούν. Η Α΄ Ωδή περιστρέφεται γύρω
από την αγνωμοσύνη των Εβραίων για την θαυμαστή διάβασή τους από την
Ερυθρά θάλασσα κατά την Έξοδό τους από την Αίγυπτο και ότι η
συγκατάβαση του Θεού συνεχίστηκε προσφέροντας το νέο πρότυπο του Αδάμ
και προεικονίζεται ο Χριστός στο πρόσωπο του ενάρετου παιδιού του
πατριάρχη Ιακώβ, τον παγκαλο Ιωσήφ. Ακολουθεί το Μηνολόγιο που
υπομνηματίζει το εορτολόγιο της ημέρας και συνεχίζεται ο Κανόνας με την
Η΄ Ωδή που αναφέρεται στον ύμνο των Τριών Παίδων οι οποίοι μέσα από τῆ
φωτία της καμίνου ταπεινοί υμνολογούν τον αληθινό Θεό και διαιωνίζουν
την αληθινή πίστη τηρούντες τις εντολές Του, που αγνοούνται από όσους
διαβιούν μέσα στην αταξία της αμαρτίας. Η Θ΄ Ωδή περιέχει έπαινο και
τιμή προς την Υπεραγία Θεοτόκο η οποία συνετέλεσε για να γεννηθεί
Εκείνος, που θα ταπεινωθεί μέχρι σταυρώσεως για τη Σωτηρία μας. Τα
τροπάρια που ακολουθούν τους τρείς ειρμούς θεωρούνται υψηλής στάθμης
βήματα προετοιμασίας για το Πάσχα. Μετά έρχεται να κρούσει τη πόρτα της
καρδιάς των προσευχόμενων το δημοφιλές Εξαποστειλάριο, που αντλεί το
περιεχόμενό του από τη παραβολή των 10 Παρθένων (Ματθ. κε΄1-13) και
ψάλλει: «Τον νυμφώνα Σου βλέπω Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ
έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ, λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, φωτοδότα
και σώσον με».
Οι Αίνοι που ακολουθούν μιλούν για τις παλαιές γραπτές προσρήσεις του
Ιησού, που μιλούν για το εκούσιο Πάθος Του και για την Ανάσταση Του σε
τρείς ημέρες. Και τα ιδιόμελα απόστιχα που ακολουθούν επικεντρώνεται σε
διάφορες στιγμές του βίου Του που μίλησε για το «ποτήριο του θανάτου»
που θα γευθεί, όπως στη συνομιλία με τη μητέρα των Ζεβεδαίων, που θα
είναι καθαρτήριο για τις από Αδάμ αμαρτίες της ανθρωπότητας, η οποία
για την αμετανοησία της καταστάθηκε άκαρπη συκιά που τελικά ξεράθηκε.
Και η πρώτη παννυχίδα τελειώνει με τη προσευχή του αγίου ασκητή Εφραίμ
του Σύρου που είναι από τον 4ο αιώνα μία βαθιά ενδοσκόπιση των αδυναμιών
μας που παρέχει και τα αντίδοτα για θεραπευτική αγωγή για τη
προσέγγιση των υψηλών νοημάτων των ημερών αυτών.
Την Μ. Δευτέρα το πρωΐ, για να «οικονομηθεί» η ώρα εργασία των
θρησκευόμενων και να μετριαστεί κατά νεώτερο έθος η παλαιότερη ολοήμερη
νηστεία, ετεροχρονίζεται η Ακολουθία του Μ. Απόδειπνου και των Ωρών.
Στη Τριθέκτη Ώρα διαβάζεται η προφητεία του Ιεζεκιήλ ( α΄ 1), προφήτη
«παρηγορητή» του αρχαίου Ισραήλ, με τα μυστικά οράματα των συμβόλων, που
ταυτίστηκαν με τα Ευαγγέλια των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Με τον Ματθαίο
συνδέθηκε ο αγγελόμορφος Άνθρωπος, με το Μάρκο ο Λέοντας, με το Λουκά ο
Μόσχος και με τον Ιωάννη ο υψιπέτης Αετός. Και οι τέσσερις αποτελούν τη
γραπτή πηγή του Πάθους του Κυρίου.
Μετά την Θ΄ Ώρα ορίζεται από τον 52 κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής
Συνόδου (692) ότι τις ημέρες της κάθε εβδομάδος της Μ. Τεσσαρακοστής
επιτρέπεται μόνον η τέλεση της «Ακολουθίας των Προηγιασμένων Δώρων»
ενωμένη πάντα με τον Εσπερινό κατά την οποίαν είναι «τετελεσμένη»
ηκαθαγίαση του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού και αποτελεί
μόνον απλή Μετάδοση των Προαγιασθέντων Τιμίων Δώρων. Η Ιστορία τελέσεώς
της είναι αρχαιότατη και προέκυψε από την έκτακτη ή την τακτική ανάγκη
συσωματώσεως των ευσεβών χριστιανών με το «Προηγιασμένο Σώμα» του
Χριστού. Αυτή τελείται κατανυκτικά εκφράζοντας μετά τη νηστεία, τη
συντριβή πνεύματος, την ταπείνωση και με εγκάρδια θλίψη χωρίς πομπώδη
παρουσία και πολυτελή άμφια . Τελείται μόνον Τετάρτη διότι κατά τη
παράδοση την «ημέρα» αυτή δημιουργείται ο άνθρωπος «κατ' εικόνα» Θεού
και «καθ' ομοίωση» Του, ενώ κατά την «ημέρα» Παρασκευή συνέβη η πικρά
παρακοή της θεϊκής εντολής και η Έξωσή του ανθρώπου από τον Παράδεισο
και διαταράχθηκε η σχέση Δημιουργού και δημιουργήματος.
Η Προηγιασμένη αρχίζει με τον Προιμιακό ψαλμό 103 και το το ΙΗ΄ (18)
Κάθισμα του Ψαλτηρίου και τα «Προς Κύριο» σε τρίς στάσεις με εναλλαγή
ευχών, συναπτών και εκφωνήσεων μέχρι την σιωπηρά και ευλαβή μεταφορά
των Τίμιων Δώρων από το Αρτοφόριο του Θυσιαστηρίου στην Αγία Προθέσεως.
Μετά τη συναπτή οι χοροί ψάλλουν κατά τη Τυπική Τάξη τα «εσπέρια
τροπάρια» εκ του Τριωδίου και έπεται η Μικρά Είσοδος. Η «Λειτουργία του
Λόγου» συμπληρώνεται με τα τρία Αναγνώσματα. Το πρώτο είναι από το
βιβλίο της Εξόδου (α΄. 1-21) με την ιστορία του σήμερα τιμώμενου
ενάρετου γιού του πατριάρχη Ιακώβ, Ιωσήφ του πάγκαλου, που θεωρείται ο
κατ' εξοχή τύπος του πανάρετου τηρητή της αγνότητος που πουλήθηκε από
τούς αδελφούς του Ιουδαίους. Το δεύτερο είναι εκ του βιβλίου του
πολύαθλου Ιώβ ( α΄. 1-12), που κατά συμβουλή του αδελφόθεου Ιακώβου
οφείλουμε : «την υπομονήν Ιώβ ηκούσατε, και το τέλος Κυρίου είδεται»
(Ιακ.ε΄11). γιατί το πρόσωπο του Ιώβ θεωρείται πρότυπο του κατ' εξοχή
πάσχοντος δικαίου, του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Μετά το «Κατευθυνθήτω»
ακολουθεί περικοπή εκ του κατά Ματθαίον. (κεφ.κδ΄1-35) όπου ο Ιησούς στο
όρος των Ελαιών με μιά αποκαλυπτική και μυστηριώδη ομιλία προς τους
μαθητές του μιλά για τα σημεία των έσχατων καιρών, ώστε να μη
παραπλανόνται από ψευδόχριστους ψευδοπροφήτες. Τις τελευταίες ημέρες
εγκόσμιας παρουσίας του Ιησού περιγράφεται με τόση ζωηρότητα η πένθιμη
εικόνα της Β΄ Παρουσίας δεν αποσκοπεί να τρομάξει τους μαθητές του,
αλλά να τους υποδείξει ότι μετά από τα συγκλονιστικά συμβάντα θα έλθει η
μεγάλη ημέρα της αιωνιότητας για την οποία πρέπει πάντα να επαγρυπνούν
οι άνθρωποι, όπως συμβαίνει στους γάμους στην Ανατολή όταν έρχεται τη
νύκτα ο Νυμφίος για να παραλάβει τη νύφη. Η εικόνα αυτή προετοιμάζει
για τη παννυχίδας που σε λίγες ώρες θα αρχίσει με την Ακολουθία του
Όρθρου της Μ. Τρίτης.
Κυριακή 5 Απριλίου 2015
Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος
Φώτη Κόντογλου
Ἐκεῖνος
πού ἔχει θρόνο τὸν οὐρανὸ καὶ ὑποπόδιο τή γῆ, ὁ γυιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ
Λόγος του ὁ συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε καὶ ἦρθε στή Βηθανία ἀπάνω σ’
ἕνα πουλάρι. Καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων τὸν ὑποδεχθήκανε φωνάζοντας:
«Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ὁ βασιλιὰς τοῦ
Ἰσραήλ». Οἱ πολέμαρχοι τοῦ κόσμου, σὰν τελειώνανε τὸν πόλεμο καὶ βάζανε
κάτω τοὺς ὀχτροὺς τους, γυρίζανε δοξασμένοι καὶ καθίζανε ἀπάνω σὲ χρυσὰ
ἁμάξια γιά νά μποῦνε στήν πολιτεία τους.
Μπροστὰ πηγαίνανε οἱ σάλπιγγες κι οἱ
σημαῖες κ’ οἱ ἀντρειωμένοι στρατηγοὶ καὶ πλῆθος στρατιῶτες σκεπασμένοι
μὲ σίδερα ἄγρια καὶ βαστώντας φονικὰ ἅρματα γύρω σ’ ἕνα ἁμάξι φορτωμένο
μὲ λογῆς-λογῆς ἁρματωσιὲς καὶ σπαθιὰ καὶ κοντάρια παρμένα ἀπὸ τὸ
νικημένο ἔθνος.
Ὅλοι οἱ πολεμιστὲς ἤτανε σὰν ἄγρια θηρία
σιδεροντυμένα, τὰ κεφάλια τους ἤτανε κλειδωμένα μέσα σὲ φοβερὲς
περικεφαλαῖες, τὰ χοντρὰ καὶ μαλλιαρὰ χέρια τους ἤτανε ματωμένα ἀπὸ τὸν
πόλεμο, τὰ γερὰ ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα καὶ τεντωμένα, σὰν
τοῦ λιονταριοῦ πού ξέσκισε μὲ τὰ νύχια του τὸ ζαρκάδι καὶ τανύζεται μὲ
μουγκρητὰ καὶ φοβερίζει τὸν κόσμο.
Ὕστερα ἐρχότανε τὸ χρυσὸ τ’ ἁμάξι τοῦ
πολέμαρχου, ποὺ καθότανε σ’ ἕνα θρονὶ πλουμισμένο μ’ ἀκριβὰ πετράδια,
περήφανος, ἀκατάδεχτος, φοβερός, ποὺ δέν μποροῦσε νά τὸν ἀντικρύσει μάτι
δίχως νά χαμηλώσει καὶ βαστοῦσε τὸ τρομερὸ σκῆπτρο του, ποὺ κάθε σάλεμά
του ἤτανε προσταγή, δίχως ν’ ἀνοίξει τὰ στόμα του αὐτός πού τὸ
κρατοῦσε. Ἄλογα ἀνήμερα, ἤτανε ζεμένα σ’ αὐτὰ τ’ ἁμάξια, μὲ λουριὰ
χρυσοκεντημένα μὲ γαϊτάνια καὶ περπατούσανε κι αὐτὰ καμαρωτὰ καὶ
περήφανα σὰν τοὺς ἀνθρώπους.
Ἕνα κορίτσι ἔμορφο σὰν νεράιδα,
μεταξοντυμένο, βαστοῦσε ἕνα χρυσὸ στεφάνι ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ
νικητῆ, κι ἄλλα κορίτσια κι ἀγόρια ῥίχνανε λιβάνια κι ἄλλα μυρουδικὰ σὲ
κάποια μεγάλα θυμιατήρια ὅμοια μὲ μανουάλια.
Ἀπὸ πίσω ἐρχόντανε οἱ σκλάβοι ἄντρες καὶ
γυναῖκες κι ὁποῖοι ἤτανε ἄῤῥωστοι καὶ λαβωμένοι, τοὺς σέρνανε καὶ τοὺς
χτυπούσανε οἱ στρατιῶτες. Ὅση δόξα εἴχανε αὐτοί πού πηγαίνανε μπροστά,
ἄλλη τόση καταφρόνεση καὶ δυστυχία εἴχανε ὅσοι ἀκολουθούσανε ἀπὸ πίσω.
Αὐτοὶ ἤτανε δεμένοι μὲ σκοινιὰ καὶ μ’ ἁλυσίδες, πολλοὶ πιστάγκωνα,
κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σὰν πεθαμένοι ἀπὸ τὰ μαρτύρια κι
ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία. Πολλοὶ ἤτανε μισόγυμνοι κ’ οἱ πλάτες τους ἤτανε
μελανιασμένες ἀπὸ τὸ βούνευρο. Ἀνάμεσά τους ἤτανε γυναῖκες, παρθένες
ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες μὲ ἀθῶα μωρὰ στήν ἀγκαλιὰ τους, γρηές
πού βαστούσανε τὰ ἐγγόνια τους ἀπὸ τὸ χέρι, ὅλες κατατρομαγμένες σὰν τὰ
ἀρνία πού τὰ πάνε στόν μακελάρη.
Γύρω ὁ κόσμος ἔκανε σὰν τρελλὸς καὶ
φώναζε καὶ δόξαζε τὸν νικητή κι ἀπὸ πολλὰ στόματα τρέχανε ἀφροί.
Ἀλαλαγμὸς ἔβγαινε σὰν καπνὸς ἀπ’ ὅλη τὴν πολιτεία. Αὐτὴ τὴν παρατάξη τή
λέγανε «θρίαμβο». Ἕναν τέτοιον θρίαμβο ἔκανε κι ὁ Χριστὸς σήμερα, ὁ
ἄρχοντας τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης. Μά, ὅπως τὰ ἄλλαξε ὅλα καὶ τὰ ἔκανε
ἀνάποδα ἀπ’ ὅ,τι συνηθίζανε οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι κι ὁ θρίαμβος πού ἔκανε,
ἤτανε θρίαμβος τῆς φτώχειας καὶ τῆς ταπείνωσης.
Ὁ Ῥωμαῖος ὕπατος ἤτανε καθισμένος ἀπάνω
σὲ θρόνο καὶ σὲ χρυσὸ ἁμάξι, μὰ ὁ Χριστὸς ἤτανε καβαλικεμένος ἀπάνω σ’
ἕνα πουλάρι, σ’ ἕνα γαϊδουρόπουλο, πού ’νε τὸ πιὸ ταπεινὸ καὶ
καταφρονεμένο ἀνάμεσα στά ζῶα. Κι’ ὁ ἴδιος ἤτανε ταπεινός, πρᾶος,
ἥσυχος, φτωχοντυμένος, κατὰ τὴν προφητεία πού ἔλεγε: «Εἴπατε τῇ θυγατρὶ
Σιών• Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πρᾶος καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ
πῶλον, υἱὸν ὑποζυγίου».
Τὸ χέρι του δέν βαστοῦσε σκῆπτρο, ἀλλὰ
βλογοῦσε τὸν κόσμο. Ἀπὸ πόλεμο ἐρχότανε καὶ κεῖνος, μὰ ἕναν πόλεμο πολὺ
δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στήν κακία καὶ στήν ψευτιὰ καὶ στήν
ὑποκρισία καὶ στή φιλαργυρία. Καὶ δέν πήγαινε νά ξεκουραστεῖ ἀπ’ αὐτὸν
τὸν πόλεμο, ἀλλὰ πήγαινε ν’ ἀρχίσει ἄλλον, πιὸ σκληρόν, καὶ νά
στεφανωθεῖ μ’ ἀγκαθένιο στεφάνι καὶ νά δαρθεῖ καὶ νά περιπαιχθεῖ καὶ στό
τέλος νά καρφωθεῖ ἀπάνω σ’ ἕνα ξύλο σὰν κακοῦργος. Δέν ἤτανε
τριγυρισμένος ἀπὸ ἀγριεμένους ὑποταχτικούς, ἀλλὰ ἀπὸ ἄκακους ψαράδες,
καταφρονεμένους σὰν καὶ Κεῖνον. Κι οὔτε ἔσερνε ἀπὸ πίσω του σκλάβους
τυραννισμένους, ἀλλὰ ἀνθρώπους πού τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τή σκλαβιὰ τοῦ
διαβόλου καὶ πεθαμένους πού ἀναστηθήκανε ἀπὸ τή φωνή του.
Ὁ Χριστὸς ἀναποδογύρισε ὅσα εἶχε γιά
σωστὰ καὶ γιά ἀληθινὰ ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ ἄνθρωπος. Ποιός ὅμως εἶναι σὲ θέση
νά νοιώσει τὴν ἐλευθερία πού μᾶς ἔφερε καὶ νά ἀκολουθήσει τὸ πουλάρι μὲ
τὸ σκοινένιο καπίστρι κι ὄχι τ’ ἀφρισμένα τ’ ἄλογα πού χλιμιντράνε
καμαρωτὰ καὶ νά μὴ μπεῖ στή Ῥώμη μὲ τὰ πολλὰ τὰ εἴδωλα, παρὰ νά μπεῖ
μαζὶ μὲ τὸν βασιλιᾶ τῆς εἰρήνης στήν Ἀπάνω Ἱερουσαλήμ; Πολλοί, ποὺ εἶναι
σοβαροὶ ἄνθρωποι, θὰ ποῦνε πώς δέν τὰ καταλαβαίνουνε αὐτὰ καί πώς τὰ
παιδιὰ παιδιακίζουνε κ’ οἱ ἄντρες ἀντρειεύουνται.Τὰ ἴδια λέγανε κ’ οἱ
ἀρχιερεῖς κ’ οἱ σπουδασμένοι. «Ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τὰ
θαύματα ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παῖδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας:
Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυίδ, ἠγανάκτησαν καὶ εἶπον αὐτῷ: Ἀκούεις τὶ οὗτοι
λέγουσιν;Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς: Ναί• οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι «ἐκ
στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον; Καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς
ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως».
Οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ γραμματεῖς διαβάσανε
τὸν ψαλμὸ τοῦ Δαυίδ πού ἔλεγε πώς θὰ προϋπαντήσουνε τὸν Χριστὸ τὰ νήπια
καὶ δέν πιστέψανε ὡστόσο σ’ αὐτόν πού ὑμνολογούσανε. Ἀμή, ἐμεῖς πού
διαβάσαμε στό σημερινὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν ψαλμὸ κι αὐτὰ πού εἶπε ὁ
Χριστὸς στούς Ἑβραίους, δέν θὰ κριθοῦμε πιὸ αὐστηρὰ, ἂν δέν τὸν
πιστέψουμε; Ἡ ματαιότητα κ’ ἡ περηφάνεια μᾶς κάνουνε νά μὴν
καταδεχόμαστε νά πᾶμε μαζὶ μὲ τή φτωχὴ συνοδεία του, ντρεπόμαστε νά
ἀκολουθήσουμε ἕνα ἀρχηγό πού πάει καβαλικεμένος ἀπάνω σ’ ἕνα γαϊδούρι.
Τὰ ταπεινά, τὰ φτωχικά, δέν τὰ θέλουμε. Μὰ μπορεῖ νά γίνει χριστιανὸς
ὅποιος δέν ἀγαπᾶ αὐτὰ πού ἀγάπησε ὁ Χριστός;
Χθές, Σάββατο, ἀνάστησε ἕναν πεθαμένο
ἄνθρωπο, τὸν Λάζαρο. Ποιός ἤτανε αὐτὸς ὁ Λάζαρος; Κανένας ἐπίσημος
ἄνθρωπος, κανένας τρανός; Ὁ Λάζαρος ἤτανε φτωχός, χωριάτης, κι ὅπως
λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ἤτανε φίλος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶχε φίλους ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους. Ἕναν φίλο σημειώνει τὸ Εὐαγγέλιο πώς εἶχε ὁ Χριστὸς στόν
κόσμο, κι αὐτὸς ἤτανε φτωχὸς κι ἀγράμματος. Μὰ ποιός ἀπὸ μᾶς ἀγαπᾶ αὐτὴ
τὴν πλούσια φτώχια τοῦ Χριστοῦ; Ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι ἡ
φτώχια ἡ ἀληθινή, ὅπως ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστὸς λείπει κ’ ἡ ζωὴ ἡ
ἀληθινὴ καὶ βασιλεύει ὁ θάνατος. Αὐτὸ θὰ τὸ καταλάβεις καλώτατα ἂν
γυρίσεις καὶ δεῖς γύρω σου κι ἀκουμπήσεις τὸ κεφάλι σου καὶ
συλλογιστεῖς.
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ Ῥωμαῖοι κ’ οἱ
παντοδύναμοι ἀφέντες πού κάνανε τοὺς θριάμβους ὁπού ἱστορήσαμε
πρωτύτερα; Τὶ γινήκανε κι αὐτοὶ κι οἱ μυριάδες πού τοὺς προσκυνούσανε
καὶ πού γονατίζανε μπροστὰ τους σὰν τὰ καλάμια πού τὰ γέρνει ὁ βοριάς;
Ποιός τοὺς φέρνει στόν νοῦ του ἐξὸν κάποιοι πού γράφουνε τὰ ἱστορικὰ
ἐκείνου τοῦ καιροῦ; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, ἄλογα,
περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, ὅλα πέσανε σ’ ἕναν λάκκο καὶ χαθήκανε καὶ
σβύσανε σὰν να μὴ γινήκανε ποτές. Καὶ τὶ ἀπόμεινε ἀπὸ ὅλα τοῦτα στίς
καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων; Τίποτα κι ἀκόμα πιὸ λίγο ἀπὸ τίποτα.
Πλὴν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄπιστος ἀκόμη καὶ
σ’ αὐτά πού βλέπει καὶ σ’ αὐτά πού πιάνει μὲ τὰ χέρια του καὶ τραβᾶ τὸν
δρόμο πού τραβήξανε καὶ ’κεῖνοι καὶ σέρνει μὲ εὐχαρίστηση τὸ ἅρμα τοῦ
Νέρωνα, γιατὶ εἶναι «νεῦρον σιδηροῦν ὁ τράχηλός του». Τ’ αὐτιὰ του εἶναι
σφαλιχτὰ σὲ Κεῖνον πού λέγει: «Ἐγώ εἰμι Θεὸς πρῶτος καὶ εἰς τὰ
ἐπερχόμενα ἐγώ εἰμι. Ἐγὼ βοσκήσω τὰ πρόβατά μου καὶ ἐγὼ ἀναπαύσω αὐτά».
Ἐκεῖνος πού καθότανε ἀπάνω στό γαϊδούρι, ἐκεῖνος εἶναι ζωντανὸς μέσα
στίς ἁπλὲς ψυχὲς στόν αἰῶνα κι εἶναι γιά δαῦτες θροφή, πηγὴ ἀθανασίας,
χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, κατὰ τὸν λόγο πού λέγει: «Εὐφρανθήσεται καρδία
ζητούντων τὸν Κύριον». Ναί, ὅποιος ἔνοιωσε τή χαρά τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
σὰν τὸν πεθαμένο πού ἀναστήθηκε.
Στόν κόσμο ὑπάρχουνε πονεμένοι
λογῆς-λογῆς. Ὅσοι πονάνε στό κορμὶ καὶ στήν ψυχὴ κι ὁ πόνος τούς
καθαρίζει καὶ τοὺς πηγαίνει στόν Θεό, αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀγαπημένοι τοῦ
Χριστοῦ καὶ περπατάνε στή στράτα του μὲ τὸ φῶς του τὸ παρηγορητικό. Οἱ
ἄλλοι ὑποφέρουνε ἄγονα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς
Κορινθίους: «Νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ’ ὅτι ἐλυπήθητε κατὰ Θεόν,
ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν. Ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς
σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται• ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον
κατεργάζεται».
Γι’ αὐτούς πού ἐλπίζουνε στόν Θεό, δέν
μετάλλαξε ὁ Χριστὸς τὸν ἄγονον ἱδρῶτα τους σὲ ἱδρῶτα σωτηρίας, «ἱδρῶτα
ἱδρῶτι», ἀλλὰ θρηνοῦνε καὶ πονάνε παντοτινὰ σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες,
σφαζόμενοι μὲ τό μαχαίρι τῆς μοίρας. Γι’ αὐτοὺς δέν ἄλλαξε ὁ Χριστὸς τὸν
ἱδρῶτα τῆς ἀγωνίας τους σὲ ἱδρῶτα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐλπίδας. Ὅποιος
δέν πιστεύει στόν Χριστὸ καὶ στό Εὐαγγέλιο, εἶναι πεθαμένος, ἀφοῦ δέν
ὑπάρχει ἀληθινὴ ζωὴ μέσα του. Γιατὶ ζωὴ δέν θὰ πεῖ νά ἀνασαίνεις καὶ νά
περπατᾶς καὶ νά τρῶς καὶ νά πίνεις, ἀλλὰ νά νοιώθεις τή χάρη τῆς
ἀθανασίας. Τότε θὰ μπορεῖς νά ψάλεις μαζὶ μὲ τὸν ὑμνωδὸ τοῦτο τὸ ἐξαίσιο
ἀπολυτίκιο:
«Τὴν κοινὴν
ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον,
Χριστὲ ὁ Θεός. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς, ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα
φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις,
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
πηγή
Από kirigmata.blogspot.gr
πηγή
Κυριακή των Βαΐων.
"Πρό ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα" ὁ Ἰησοῦς ἀποθεώνεται στά Ἰεροσόλυμα.
Εἰσέρχεται ὡς Βασιλεύς ἔστω καί "ἐπί πῶλον ὄνου". Μετά ταῦτα ὅμως, σέ
λίγες ἡμέρες, ἀμέσως, ἀκολουθοῦν ἡ σύλληψις, τά φρικτά πάθη, ὁ σταυρός.
Ὅμως καί αὐτή τήν ὥρα τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα
εἶναι παρών ὁ Σταυρός, τό μαρτύριο, ἡ ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ. Καί θά
μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ἡ ἔνδοξος εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στήν Ἁγία Πόλη,
εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ μαρτυρίου στήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Κυρίου καί κατ'
ἐπέκταση καί στήν ζωή τοῦ κόσμου, στή ζωή ὅλων μας.
Μαρτύριο, λοιπόν, διαμηνύει, καί μαρτύριο κηρύττει ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων
κάθε χρόνο. Μαρτύριο ὅμως χριστιανικό πού ὑπόσχεται αἰώνια ζωή καί
Ἀνάσταση.
Στήν Βαϊφόρο εἰκόνα πού προσκυνοῦμε σήμερα, βλέπουμε τόν Χριστό νά
εἰκονίζεται ἐπάνω στόν "υἱόν ὑποζυγίου" καί νά πορεύεται ἐπάνω στά Βάϊα
τῶν κλάδων καί στά λουλούδια. Κάτω ὅμως ἀπό τίς δάφνες αὐτές καί τά ἄνθη
καί τούς ἐνθουσιώδεις ἀλαλαγμούς τοῦ πλήθους ὑπάρχει ἕνα πικρό ποτήρι,
ἄγνωστο στόν ἀνώνυμο ὄχλο. Εἶναι τό ποτήρι τῆς χαρμολύπης. Εἶναι
συγχρόνως ἡ μαρτυρία τῆς καταιγίδος καί τῆς ἀνοίξεως, τῆς γλυκύτητος καί
τοῦ πόνου.
Ἡ σημερινή δόξα καί ἀποθέωση τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν ὄχλο ἦταν φευγαλέα καί
πρόσκαιρη, γιατί τήν ἀκολούθησε ἡ καταδίκη καί ὁ θάνατος, πάλι ἀπό τόν
ἴδιο ὄχλο. Καί μάλιστα θάνατος "ἐπί σταυροῦ". Γι' αὐτό καί ὁ Κύριος δέν
δίνει σημασία στά Ὡσαννά, ἀλλά συνεχίζει τήν πορεία του εἰς Ἰερουσαλήμ.
Γιατί ὁ Χριστός πίσω ἀπό αὐτά βλέπει τήν ἀλήθεια, βλέπει τόν Σταυρό καί
τήν Ἀνάσταση ὡς πραγματικότητα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἀγωνίζεται
νά ζήσει ἀληθινά καί νά ἀνταποκριθεῖ στήν κλήση του.
Γι' αὐτό σήμερα, ὅταν προσκυνοῦμε τόν δοξασμένο Ἰησοῦ, δοξασμένο ἔστω
καί κατά τήν κρίσι "τοῦ κόσμου τούτου", ψάλλουμε τό περίφημο τροπάριο
τῆς σοφίας, τοῦ βιώματος καί τῆς θεοπνεύστου συλλήψεως τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας μας: "Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε, καί
πάντες αἵροντες τόν Σταυρόν Σου, Κύριε, λέγομεν: Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι Κυρίου".
Καί ἀμέσως ἡ καρδιά καί τό βλέμμα μας βυθίζεται πέρα καί πίσω ἀπό τό σκοτάδι τοῦ Γολγοθᾶ, στό φῶς καί τήν δόξα τῆς Ἀναστάσεως.
π. Α.Χ.
αποστολική διακονία
Σάββατο 4 Απριλίου 2015
Ο Άγιος Λάζαρος στην Ορθόδοξη Εικονογραφία
Α΄ Το Εικονογραφικό θέμα της «Αναστάσεως του Λαζάρου»
Το θέμα αυτό είναι ευαγγελικό και
ιστορικό. Βασίζεται σε διηγήσεις των Ευαγγελίων (Ιω. 11,1 – 44), και δεν
είναι κατ’ αρχήν συμβολική παράσταση. Αποτελεί απεικόνιση γεγονότος
ιστορικού που έλαβε χώραν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Στη Βηθανία.
στον τόπο όπου έμενε ο φίλος του Κυρίου με τις αδελφές του λίγες ημέρες
προ του πάθους του Κυρίου. Περιέχει, λοιπόν, η εικόνα της «Αναστάσεως
του Λαζάρου» συγκεκριμένα ιστορικά στοιχεία τα οποία είναι τα ακόλουθα:
1) Τα τελούμενα συμβαίνουν έξω της Βηθανίας, η οποία φαίνεται στο βάθος.
2) Φαίνεται ο τάφος, από τον οποίον άνθρωποι αφαιρούν την πλάκα.
3) Ο Λάζαρος φαίνεται μέσα στο μνημείο όρθιος ή να ανακάθεται, τυλιγμένος με τα σάβανα.
4) Ένας εικονιζόμενος φέρνει το μανίκι του στη μύτη για να αποφύγει την δυσοσμία που όλοι περιμένουν από έναν τετραήμερο νεκρό.
5) Αυτός που φέρει την πλάκα του τάφου φαίνεται να καταβάλλει μεγάλη μυϊκή δύναμη για να σηκώσει το βάρος της πέτρας.
6) Φίλοι, γείτονες και μαθητές παρακολουθούν έκθαμβοι.
7) Η Μάρθα και η Μαρία προσκυνούν τον Κύριο και του φιλούν τα πόδια με ευγνωμοσύνη.
8) Ο Ιησούς είναι παρών και απευθύνει το
κάλεσμα προς τον Λάζαρο ευλογώντάς τον με το δεξί του χέρι. Είναι το
κυριαρχούν στη σύνθεση πρόσωπο, το οποίο προσδίδει στην ζωγραφική και
κάποιους άλλους χαρακτήρες που ξεπερνούν τα ιστορικά δεδομένα και
ανάγουν την εικόνα σε ένα άλλο επίπεδο, στο οποίο θα αναφερθούμε σε
λίγο. Πάντως ήδη σ’ αυτά τα ιστορικά στοιχεία της εικόνος καταβάλλεται
προσπάθεια να φανεί πως ο Ιησούς είναι πηγή δυνάμεως και ζωής. Η
ζωγραφική ως τέχνη της οράσεως και όχι της ακοής, ως τέχνη του χώρου και
όχι του χρόνου, δεν μπορεί να έχει κίνηση και δράση, ούτε να μας βάλει
να ακούσουμε το «Λάζαρε, δεύρο έξω». Όμως μπορεί αντ’ αυτού να βρει τη
γόνιμη στιγμή, όπου ο Ιησούς έχει πάρει την παντοκρατορική στάση σαν
Κύριος της ζωής και του θανάτου και κοιτάζοντας προς τον νεκρό φίλο Του
με αστραφτερή ματιά, απλώνει δυναμικά το χέρι και τον ευλογεί, κι αυτή η
χάρη που του δίνει είναι και η ζωή του Λαζάρου.
Ας συγκρατήσουμε αυτά τα ιστορικά
στοιχεία για την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, υπογραμμίζοντας την
θέση – κλειδί που κατέχει ο Ιησούς στην παράσταση. Και ας επιχειρήσουμε
να εντάξουμε την εικόνα της αναστάσεως του Λαζάρου μέσα στο όλο
λειτουργικό πλαίσιο της εικονογραφίας. Θα δούμε τότε ότι η Εκκλησία
δίνει στο εικονογραφικό θέμα της αναστάσεως του Λαζάρου ιδιαίτερη αξία.
Δεν το θεωρεί ως ένα από τα θαύματα του Κυρίου μόνο, ούτε ως ένα
επεισόδιο από το βίο ενός αγίου της απλώς. Συμπεριλαμβάνει το θέμα στο
Δαιδεκάορτο, δηλαδή μέσα στον εικονογραφικό κύκλο των δώδεκα γεγονότων
που θεωρεί ως τα πλέον βασικά στην ένσαρκο Οικονομία του Χριστού. Τις
δώδεκα αυτές σκηνές τοποθετεί ή στις καμάρες της στέγης του ναού που
σχηματίζουν το σταυρό του βυζαντινού ρυθμού ή στις φορητές εικόνες που
σχηματίζουν το Εικονοστάσι ή Τέμπλο.
Είναι φανερό πως θέλει να μας
χειραγωγήσει από τα κατώτερα διαζώματα τοιχογραφιών με μεμονωμένους
αγίους, σκηνές από τους βίους και θαύματά των, προς την ένσαρκο
Οικονομία του Χριστού (πάνω στις κεραίες της σταυροειδούς στέγης του
ναού) που παρουσιάζει το Δωδεκάορτο και μέσω του Δωδεκαόρτου προς κάτι
άλλο. Μας οδηγεί προς τον Ερχόμενο Παντοκράτορα Χριστό, ο οποίος
ανατέλλει ως νοητός ήλιος της δικαιοσύνης από το βάθος του τρούλλου.
Οι εικόνες πάλι του τέμπλου μας
εισοδεύουν στο Ιερό Βήμα, στην ευχαριστιακή ατμόσφαιρα που δεν είναι
άλλο από πρόγευση της εσχάτης ημέρας, πάλι δηλαδή του Ερχόμενου Χριστού,
που μας ανοίγει τη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος.
Πρέπει, λοιπόν, έκτος από την καθαρά
ιστορική διάσταση να αναζητήσουμε στα θέματα του Δωδεκαόρτου (επομένως
και στην Ανάσταση του Λαζάρου) μιαν άλλη ερμηνεία και σημασία. Η
λειτουργική τους θέση των μεν τοιχογραφιών μεταξύ ουρανού και γης, των
δε φορητών εικόνων μεταξύ κυρίως Ναού και Βήματος σημαίνει λειτουργικά
μία θέση ανάμεσα στην ιστορία και στα έσχατα. Και πράγματι, αν
προσέξουμε την εικόνα της αναστάσεως του Λαζάρου και αν την δούμε μέσα
στο γενικό κλίμα της ορθοδόξου εικονογραφίας, θα καταλήξουμε πως κάτω
από το ιστορικό επίπεδο κρύπτεται κάποιο άλλο. Κάθε λεπτομέρεια
ιστορική, που παρουσιάζεται στην εικόνα της αναστάσεως του Λαζάρου,
αποδίδεται τεχνοτροπία κατά τον γνωστό βυζαντινό τρόπο που δημιουργεί
ένα άλλο, παράλληλο προς το ιστορικό, επίπεδο, ένα επίπεδο εσχατολογικό,
το οποίο στοιχειοθετείται από τις ακόλουθες λεπτομέρειες.
1. Ο νεκρός Λάζαρος δεν έχει παθητική
στάση, αλλά σκύβει προς τον Κύριο σε στάση υπακοής, σαν η Ανάστασή του
να είναι αποτέλεσμα υπακοής της φθαρτής φύσεως στον Ιησού, που
αποδεικνύεται πλέον στην εικόνα όχι μόνο ως ο ιστορικός Ιησούς, αλλά και
ο εσχατολογικός Χριστός Κυρίου, στον οποίον υπακούουν τα πάντα. Έτσι
εξηγείται η παντοκρατορική στάση, με την οποία είδαμε ότι παρουσιάζει
τον ταπεινό Ιησού η εικόνα. Έχει δηλαδή η ορθόδοξη εικονογραφία μιαν
ιδιάζουσα όραση, που επιπροβάλλει την ιστορία στα έσχατα. Βλέπει
ιστορικά γεγονότα, αλλά πίσω απ’ αυτά οραματίζεται το εσχατολογικό τους
«τέλος», την ολοκλήρωσή τους.
3. Το ίδιο ισχύει και για τα βουνά και
τα κάστρα, τα οποία μην αφήνοντας σκιές και όντας ολόφωτα, ούτε αίσθημα
βαρύτητος ούτε φθοράς υποβάλλουν.
4. Μάλιστα τα βουνά στις περισσότερες
εικόνες της Αναστάσεως του Λαζάρου έχουν την ιδιάζουσα πρισματική δομή
της βυζαντινής ζωγραφικής που τα παρουσιάζει σαν ανάλαφρα ελατήρια που
εκτοξεύονται προς τα πάνω, αντί να βαραίνουν προς την κατεύθυνση της
βαρύτητος.
5. Το φως, τέλος, της εικόνος είναι
τέτοιο, που δεν μας δημιουργεί το αίσθημα ούτε πως ανατέλλει ούτε πως
δύει. Δεν νιώθουμε πως η εικόνα παρουσιάζει τα δρώμενα σε μια ορισμένη
χρονική στιγμή της ημέρας.
Τα εσχατολογικά αυτά στοιχεία που
συνυπάρχουν με τα προαναφερθέντα ιστορικά στοιχεία της παραστάσεως
ενοποιούν το χρόνο και τον χώρο, δεν τον δείχνουν κομματιασμένο και
ενώνουν ιστορία και έσχατα στο ένα πρόσωπο του ιστορικού Ιησού που
ανέστησε τον Λάζαρο και είναι ταυτόχρονα ο Ερχόμενος Παντοδύναμος Υιός
του Θεού, ο Παντοκράτωρ. Οπότε η ανάσταση του Λαζάρου ζωγραφιζόμενη
ορθοδόξως ανάγεται σε εικόνα όχι μόνο Αναστάσεως του ενός ανθρωπίνου
προσώπου, της μιας υποστάσεως του Λαζάρου, αλλά και Αναστάσεως ολόκληρου
του ανθρωπίνου γένους και μεταμορφώσεως ολόκληρης της κτίσεως. Να,
λοιπόν, το νόημα της εορτής που —όπως είπαμε στην αρχή— φανερώνει η
ποίηση και η υμνογραφία, όχι λιγότερο όμως καταδεικνύει και η ζωγραφική
γλώσσα της Εκκλησίας μας.
Β’ Το Εικονογραφικό θέμα του Αγίου Λαζάρου ως Επισκόπου
Η Εκκλησία όμως δεν μένει μόνο στην
ιστόρηση της παραστάσεως της Αναστάσεως του Λαζάρου. Έχει και την
ιδιαίτερη εικόνα του, όπως και κάθε αγίου. Τα ενδοϊστορικά στοιχεία της
εικόνος είναι παρμένα από την παράδοση. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο άγιος Λάζαρος
μετά την ανάστασή του έμεινε στη ζωή ακόμη τριάντα έτη, ήλθε στην
Κύπρο, όπου έγινε επίσκοπος και εκήρυξε το Χριστό, έκοιμήθη δε και ετάφη
στο Κίτιο, από όπου μεταφέρθηκαν τα άγια λείψανά του το 890 στον
περικαλή ναό που ανήγειρε προς τιμήν του ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός. Σύμφωνα,
λοιπόν, με την παράδοση αυτή εικονίζεται ο άγιος Λάζαρος με αρχιερατικά
άμφια, κρατώντας το Ευαγγέλιο με το αριστερό του χέρι.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το πρόσωπό
του. Έχει θλιμμένη έκφραση, είναι ρυτιδωμένο και δεν έχει μαλλιά,
μουστάκια και γένεια. Οι εικόνες αυτές είναι πολύ σπάνιες. Η
σημαντικότερη συναντάται στην πασίγνωστη εκκλησία του Άρακα στα
Λαγουδέρα και είναι τοιχογραφία του 1192. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου
είναι ιδιάζοντα και μας παραπέμπουν στην τοιχογραφία της Αναστάσεως του
Λαζάρου στο ναό του αγίου Παντελεήμονος που βρίσκεται έξω από τα
Σκόπια, γνωστός με το όνομα Νέρεζι και με θαυμάσιες τοιχογραφίες του
1164, δηλαδή μιας τριακονταετίας πριν από το της Κύπρου. Και στην
τοιχογραφία του Νέρεζι τα χαρακτηριστικά του Αγίου είναι ιδιάζοντα σε
σχέση προς άλλα μνημεία. Η κορυφή της κεφαλής του δεν σκεπάζεται, όπως
σε εικόνες του Σινά. Το μέτωπο είναι ιδιαίτερα στρογγυλό (στοιχείο που
δεν συναντάται αλλού παρά μόνο στον Άρακα). Η βαθειά ρυτίδα κάτω από το
μήλο του προσώπου έχει ολόιδιο σχήμα με του Άρακα. Δεν έχει καθόλου
μουστάκια και γένεια, όπως έχουν όλες οι μεταβυζαντινές εικόνες και
—έστω σε μικρότερο βαθμό— οι παλιές βυζαντινές. Επίσης η στροφή της
κεφαλής προς τα δεξιά είναι ίδια και στο μνημείο της Κύπρου και στο
Νέρεζι, σαν ο ζωγράφος του Άρακα να αντέγραψε το Νέρεζι.
Κάτι τέτοιο δεν είναι απίθανο, γιατί
έχει μαρτυρηθεί ομοιότητα ανάμεσα σε βυζαντινά μνημεία της Κύπρου και
αντίστοιχα μνημεία όχι μόνο του Σινά (Γ. Σωτηρίου) αλλά και των
Βαλκανίων. Έχει γραφεί μελέτη του Βόϊσλαβ Τζούριτς για τις ομοιότητες
της κυπριακής φορητής εικόνος του αγίου Πέτρου πρός τοιχογραφία τής
εκκλησίας του αγίου Ανδρέα στον ποταμό Τρέσατς πάλι κοντά στα Σκόπια
(«Το εργαστήριο του Μητροπολίτου Ιωάννου», περιοδ. Ζograf τεύχος Γ΄,
1969). Αλλά και εμείς παρατηρήσαμε ομοιότητες μεταξύ Επιταφίου Θρήνου
του Νέζερι και Κουρμπίνοβο (1191) αφ’ ενός, και Μονής Χρυσοστόμου στον
Κουτσοβέντη στην Κύπρο, αφ’ ετέρου (πρβλ. τα χέρια και στάση Θεοτόκου).
Μπορούμε, λοιπόν, να αχθούμε στο συμπέρασμα πως ο αγιογράφος του Άρακα
πήρε το πρόσωπο από τη σύνθεση της Αναστάσεως του Λαζάρου του Νέρεζι, το
επεξεργάσθηκε βέβαια με τη δική του τεχνοτροπία, και το έδεσε με σχέδιο
σώματος ιεράρχου με φελόνιο, ωμοφόριο και ευαγγέλιο, πετυχαίνοντας έτσι
και στάση σιλουέττας δυνατή και έκφραση προσώπου μοναδική σε πνευματική
και ασκητική δύναμη. (Οι διαφορές μεταξύ των δύο προσώπων είναι
ελάχιστες. Στο Νέρεζι συναντάμε απαράμιλλη πλαστικότητα, φωτοσκίαση και
ένα βλέμμα μάλλον απλανές σαν να ξυπνάει, ενώ στα Λαγουδέρα περισσότερη
γραμμικότητα, σχηματοποίηση και σπάνια δύναμη εκφράσεως στο βλέμ¬μα).
Αυτή η χειρονομία του ζωγράφου του Άρακα, να πάρει το πρόσωπο του
ανασταινόμενου Λαζάρου από το Νέρεζι και να το βάλει στην εικόνα του,
δεν είναι άμοιρη μιας θεολογικής αλήθειας, την οποία αξίζει να
επισημάνουμε και αναπτύξουμε λίγο εδώ, στο τέλος της εισηγήσεώς μας.
Γ΄. Ο Άγιος Λάζαρος και η Ορθόδοξη Θεολογία της Αναστάσεως
Με άλλα λόγια μπορούμε να πούμε πως ο
αγιογράφος έκανε ό,τι κάνει η αγιογραφία όταν ζωγραφίζει τον Χριστό στις
εμφανίσεις Του μετά την Ανάσταση. Τον παρουσιάζει να έχει τα στίγματα
στην πλευρά, στα χέρια και στα πόδια. Με τα στίγματα αυτά Τον
αναγνώριζαν οι μαθητές, παρ’ όλο που εμφανιζόταν μεταμορφωμένος «εν
ετέρα μορφή». Τα στίγματα αυτά βλέποντας και ψηλαφώντας ο Θωμάς
ομολόγησε «ο Κύριας μου και ο Θεός μου!». Συνέδεαν δηλαδή τους δύο
τρόπους υπάρξεως του Χριστού, α) τον προ της Αναστάσεως και β) τον μετά
την Ανάσταση «εν ετέρα μορφή», χάρη στο ένα και μόνο σώμα Του, που δεν
έπαυσε και μετά την Ανάσταση να φέρει τα ίδια στίγματα της αγάπης Του. Η
σταυρική θυσία Του εξ αγάπης, η οποία δηλώνεται και φαίνεται με τα
στίγματα, Του έδινε την μία και μοναδική ταυτότητα με την οποία Τον
αναγνώριζαν. Η Ανάσταση του Χριστού και η διατήρηση των στιγμάτων του
Πάθους Του μετά την Ανάσταση δείχνει πως, ενώ κάθε φθορά θα καταργηθεί
με την Ανάσταση, θα μείνουν τα σημάδια εκείνα που δίνουν εκκλησιαστική
ταυτότητα στον Άγιο, επειδή προέρχονται από σχέσεις που τον συνέ-δεσαν
για πάντα με το Χριστό και με την Εκκλησία. Στο Χριστό έμειναν τα
στίγματα. Στον άγιο Λάζαρο έμειναν τα σημάδια από τον θάνατό του. Πάνω
στον θάνατό του επέδρασε ο Κύριος και τον ανέστησε εξ αγάπης και τώρα
εμείς, τα μέλη της Εκκλησίας, αναγνωρίζουμε αμέσως την εικόνα του
Λαζάρου, επειδή έχει τα σημάδια που του δίνουν την εκκλησιαστική του
ταυτότητα.
Ο αγιογράφος, λοιπόν, που πήρε το
πρόσωπο του Λαζάρου από την σύνθεση της Αναστάσεώς του και το
χρησιμοποίησε στην εικόνα του αγίου Λαζάρου ως ιεράρχου, επανέλαβε ό,τι
κάνει η αγιογραφία και στις εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάσταση. Η
ανάσταση επομένως του αγίου Λαζάρου και η εκ μέρους μας προσκύνηση της
εικόνας του είναι μια ιδιαίτερη μέσα στην εικονογραφία μαρτυρία του
δόγματος της Αναστάσεως των σωμάτων, την οποία εξ άλλου ομολογούμε και
κάθε φορά που απαγγέλλουμε στη Λειτουργία το Σύμβολο της Πίστεως, όπου
ομολογούμε ότι πιστεύουμε σε «Ανάστασιν νεκρών».
Αυτό, κατ’ επέκταση, σημαίνει πως η
εικόνα του αγίου Λαζάρου μάς φανερώνει την ανεκτίμητη αξία του ενός και
μοναδικού σώματός μας. Γιατί μ’ αυτό το ένα και μοναδικό σώμα υπάρχουμε
και δρούμε τώρα μέσα στην ιστορία, και με το ίδιο θα υπάρχουμε και
αιώνια μετά την ιστορία, στη Βασιλεία του Θεού. Η ορθόδοξη εικονογραφία,
δηλαδή, δίνει την απάντηση και σε κάθε πλάνη μετεμψυχώσεως,
μετενσαρκώσεις κτλ. Αλλά επίσης η εικόνα του αγίου Λαζάρου δείχνει και
τη μοναδική αξία της ιστορίας, επομένως και της κάθε στιγμής στη ζωή του
κάθε ανθρώπου.
Εδώ πλέον ερχόμαστε στο μεγάλο θέμα της
ορθοδόξου ασκήσεως. Διότι διά της ασκήσεως θα μετατρέψουμε την ιστορία
από ιστορία αρνήσεως και πτώσεων σε ιστορία καταφάσεως στον Θεό και
μετανοίας. Διά της ασκήσεως θα εκφρασθεί προς τα έξω και συγκεκριμένα
και διά του σώματος (δηλ. διά συγκεκριμένων πράξεων που τελούνται
ασφαλώς διά του σώματος, που δεν μπορούν να επιτελεσθούν ερήμην του
σώματος) η βούλησή μας για κατάφαση στο Θεό και στο θέλημά Του, το οποίο
είναι η σωτηρία και η αιωνιότητα του ανθρώπου και της κτίσεως.
Και όλο αυτό το χριστιανικό ήθος της
πίστεως στην Ανάσταση και της αναστάσιμης ελπίδας που απορρέει απ’ αυτήν
μας το φανερώνει η εικόνα του τετραημέρου και φίλου του Χριστού
Λαζάρου. Σ’ αυτόν και το Συμπόσιό μας δέεται να πρεσβεύει στον Κύριο της
Ζωής για να μας σώζει από τη φθορά. Από κάθε φθορά, της αμαρτίας της
προσωπικής, των παθών, της αμαρτίας της συλλογικής που οδηγεί
αναπόφευκτα στην οικολογική φθορά, να μας σώζει από τη φθορά της υγείας,
από τη φθορά των αισθημάτων μας της αγάπης, από τη φθορά του εσχάτου
εχθρού, του θανάτου. Να πρεσβεύει ακόμη στον Κύριο της Ζωής να μας
θυμηθεί κατά την Ημέρα τη Φοβερά και να μας καλέσει κοντά Του στο Φως
της Αναστάσεως, ως αιώνιους φίλους Του, σαν τον φίλο Του τον Άγιο
Λάζαρο.
(Εισήγηση στο Συμπόσιο της Μητροπόλεως Κιτίου, για τους 11αιώνες από την κτίση του Ναού του Αγίου, 18 Οκτ. 1990)
(π. Σταμάτης Σκλήρης, «Εν εσόπτρω -εικονολογικά μελετήμαστα», εκδ. Μ. Π. Γρηγόρης, σ.207-216)
Πέμπτη 2 Απριλίου 2015
"Ο ΣΦΥΓΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΌΡΟΥΣ"
Ο
Μητροπολίτης άνοιξε τη παρουσιάση, με αναφορά σε προσωπικές του
αναμνήσεις. Ο Λόγος Του ,απλός, ευαφομοίωτος,λυρικός, να ¨δροσίζει¨ τον
ακροατή , με ζωντανές και ξεκούραστες εικόνες,και αναφορές στον
ξεχωριστόν αυτόν χώρο-φυτώριο Αγίων.
Την ομιλία αντιγράφω απ το πάντα ενήμερο portal Romfaia.gr.
Λέει ο Σεβασμιώτατος,
Έχω γράψει πολλές φορές σε βιβλία
και έχω μιλήσει σε διάφορα ακροατήρια για το Άγιον Όρος και την ζωή
του, από την ανατολή έως την δύση. Σε μια ομιλία μου και συζήτηση
που έγινε σε ορθοδόξους φοιτητές και επιστήμονες στην Δαμασκό της
Συρίας και κράτησε περίπου μια ολόκληρη μέρα (9 ώρες) στο τέλος κάποιος
αραβόφωνος ορθόδοξος είπε με δυνατή φωνή: «Μάς μέθυσες από το κρασί
του Αγίου Όρους».
Πράγματι, το Άγιον Όρος διαθέτει ένα
δυνατό κρασί, άκρατον οίνον, ανέδειξε μοναχούς που ήταν μεθυσμένοι
από την νηφάλια μέθη και γι’ αυτό ως μεθυσμένος μπορεί κανείς να γράψη,
να μιλήση και να ακούση για το Άγιον Όρος.
Σε ένα άλλο τριήμερο σεμινάριο
στην Τακόμα του Σιάτλ της Αμερικής άκουσαν για τρεις ημέρες περίπου
200-300 προσήλυτοι στην Ορθοδοξία για την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου
του Παλαμά με ενδιαφέρον, προσευχή και κατάνυξη, σε συσχετισμό με
την σύγχρονη ζωή του Αγίου Όρους και είπαν ότι οσφράνθηκαν την ατμόσφαιρα
Αγίου Όρους.
Παντού ο λόγος περί του Αγίου Όρους
προκαλεί ενδιαφέρον και προσευχή.
Η συγγραφή του τρίτομου έργου του π.
Μωϋσή με τίτλο «Μέγα Γεροντικό Εναρέτων
Αγιορειτών Του Εικοστού Αιώνος» μου δίνει την ευκαιρία
για μια ακόμη φορά να εκφράσω την αγάπη μου για το Άγιον Όρος που γνώρισα
και την σημασία του για την Ορθόδοξη Εκκλησία γενικότερα, αλλά
και την ανθρωπότητα, γιατί παρουσιάζει έναν τρόπο ζωής που είναι δυσεύρετος.
Για να καταλάβη κανείς το Άγιον Όρος
χρειάζεται να το προσεγγίση με τα μάτια της καρδιάς, με τον έσω άνθρωπο,
την ορμή του πνεύματος, γιατί το φώς του είναι τόσο δυνατό που τυφλώνει
τον άρρωστο οφθαλμό και η ακοή τόσο ισχυρή που σπάζει τα τύμπανα,
τα οποία είναι συνηθισμένα να ακούνε συμβατικές φωνές.
1. Η
προσωπική μου προσέγγιση του Αγίου Όρους
Άκουγα γενικά για το Άγιον Όρος από
την μικρή μου παιδική ηλικία, αφού ο πατέρας μου πριν παντρευτή είχε
ισχυρά επιθυμία να μονάση στο Άγιον Όρος και έκτοτε ζούσε συνεχώς
με την αναφορά του σε αυτό. Διάβαζε βιβλία που εξέφραζαν το Άγιον Όρος
και την αγιορείτικη ζωή και μας μεγάλωσε με αγιασμένες διδασκαλίες
και ιστορίες ασκητών. Από μικρός γνώρισα έναν αγιορείτη Μοναχό
που μόναζε στα Ζαγοροχώρια, τον π. Ιάκωβο Βολοδήμο, που μου μίλησε
πρώτη φορά για την ευχή.
Την δεκαετία του ’60 γνώρισα προσωπικά
το Άγιον Όρος. Η προετοιμασία μου έγινε στο Πανεπιστήμιο με την εκμάθηση
της παλαιογραφίας, δηλαδή διδάχθηκα να διαβάζω τους κώδικες με τα
βιβλικά και πατερικά κείμενα.
Μέ αυτό το κίνητρο εξωτερικά, αλλά
και με την καρδιακή μου αναζήτηση πλησίασα το Άγιον Όρος για να μελετήσω
μαζί με ομάδα συμφοιτητών μου και Καθηγητών στις Βιβλιοθήκες των Μονών
του Αγίου Όρους, μόλις είχε γιορτασθή η χιλετηρίδα του (1963), και
τότε υπήρχαν κοσμικοί άνθρωποι που περιέγραφαν τις γιορτές εκείνες
ως τον επιθανάτιο ρόγχο του.
Όμως το Άγιον Όρος δεν πεθαίνει εύκολα,
γιατί διαθέτει άλλους ρυθμούς, και τότε που φαίνεται ότι τελειώνει
στην πραγματικότητα τελειούται, ανασταίνεται και ζωογονείται.
Πλησίασα το Άγιον Όρος ένα πρωϊνό
–βαθύ όρθρο– του Ιουνίου του έτους 1966. Τα μάτια του σώματος μου μαγεύονταν
από το καταπληκτικό τοπίο που έβλεπαν και τα μάτια της καρδιάς μου προσπαθούσαν
να συλλάβουν αυτό που δεν φαινόταν εξωτερικά, να αισθανθούν τον τόπο
του μυστηρίου εκστατικά.
Ξεκίνησα από τις βιβλιοθήκες των Ιερών
Μονών, σε συνδυασμό με τις αγιορείτικες ακολουθίες, που μου φαίνονταν
σaν μια νεκροαναστάσιμη ζωή κουβέντιαζα με τους μοναχούς και καταλάβαινα
ότι είχαν άλλο ήθος και χρησιμοποιούσαν άλλη γλώσσα άκουγα τις συνομιλίες
τους, που είχαν μια ιδιαίτερη χάρη και αναφέρονταν σε άλλα ζητήματα
έβλεπα έναν κόσμο που ερχόταν από παλαιά και εξέφραζε μια άλλη παράδοση
πολύ διαφορετική από τον στοχαστική-ακαδημαϊκή νοοτροπία και
την ηθικίστικη γνώση που συναντούσα έως τότε έβλεπα μια νεκροαναστάσιμη
πολιτεία.
Σάν να ξυπνούσα από έναν ύπνο και έβλεπα
άλλους ανθρώπους, που έρχονταν από κάποιο άλλον πλανήτη, με άλλα χαρακτηριστικά,
άλλη νοοτροπία, άλλη βιοτή.
Από τις βιβλιοθήκες και τους κώδικες,
πέρασα στην ζωή των κοινοβιακών και ιδιορρύθμων Μονών –πού τώρα εξέλειπαν
ανοίχτηκα στην σκητιώτικη ζωή και την έρημο περπάτησα ώρες ολόκληρες
μέσα στα ήσυχα και αγιασμένα μονοπάτια του Αγίου Όρους, που συνδέουν
όλες τις Ιερές Μονές πέρασα από απότομους, κρημνώδεις βράχους γνώρισα
σοφούς και απλούς μοναχούς, λογάδες και σιωπηλούς, κατά Χριστόν σαλούς,
ανυπόδυτους και μονοχίτωνες, αλλά και σοφούς και ευπαιδεύτους, που
στέκονταν θαυμάσια σε κοσμικά ακροατήρια είδα μάτια έντονα και διεισδυτικά,
αγνά, ήρεμα, γλυκά, αλλά και μερικά πονηρά που αποτελούσαν την παραφωνία
του Όρους μοιράστηκα το φαγητό και το ποτό τους, αλλά και τον γλυκύτατο
λόγο τους άκουγα λόγους για τον θάνατο και την ζωή αγάπησα την νύκτα
και τον όρθρο, τις αγρυπνίες με το παιχνιδιάρικο ψάλσιμο προσευχήθηκα
στα μονοπάτια και κάτω από τα δένδρα, στους βράχους και τις σπηλιές ξαγρύπνησα
σε ολονύκτιες ακολουθίες, αλλά και σε μικρά εκκλησάκια, και μάλιστα
στις απλωταριές, σε καλοκαιρινές ολόφεγγες βραδυές.
Το κυριότερο είναι ότι στις επανειλημμένες
επισκέψεις μου άκουσα την μυστική κραυγή του Αγίου Όρους, τον εσωτερικό
κτύπο της καρδιάς του, τον ρυθμό της εσωτερικής μυστικής ζωής του.
Είδα το Άγιον Όρος ως έναν ζωντανό
άνθρωπο, που έχει πνευμόνια με τα οποία αναπνέει το οξυγόνο της αιωνιότητας
στόμα για να κραυγάζη ακατάπαυστα και να βρυχάται από πείνα και δίψα
για Θεό καρδιά που έχει τον ρυθμό της εσωτερικής νοεράς προσευχής,
μέσα από την οποία βγαίνει μια δυνατή φωνή με την επένδυση της σιωπής
σώμα πολυόμματο, σaν τα Χερουβείμ, που βλέπουν μακρυά.
Όλα αυτά αν και φαίνονται αντίθετα
μεταξύ τους, εν τούτοις είναι αρμονισμένα.
Σε όλες τις μετέπειτα επισκέψεις
μου, στις δεκατίες του '60, '70, '80, είχα κέντρο την Νέα Σκήτη, μια
ευλογημένη από κάθε πλευρά περιοχή, μένοντας στο καλύβι του Αρχιμανδρίτου
Σπυρίδωνος (Ξένου), που τον είχα Διευθυντή στο οικοτροφείο του Αγρινίου,
κατά τα μαθητικά μου χρόνια, μια ισχυρή φυσιογνωμία, που εξέφραζε
την αρρενωπότητα των αγιορειτών Πατέρων, με τον αυθόρμητο, διεισδυτικό,
ελεγκτικό λόγο, αλλά και την μητρική καρδιά, όταν χρειαζόταν. Από
την Νέα Σκήτη, όπου ασκούνταν ευλογημένοι Πατέρες και διατηρώ συγκινητικές
αναμνήσεις στην καρδιά μου, ως πολύτιμο θησαυρό, ξανοιγόμουν, ως σε
ορμητήριο πνεύματος, στην έρημο του Αγίου Όρους.
Στο Άγιον Όρος γνώρισα έναν άλλον κόσμο,
μια άλλη Ήπειρο, γύρισα στο παρελθόν και αισθανόμουν το μέλλον, είδα
πώς περίπου ζούσε ο Αδάμ προ της πτώσεως, πώς θρηνούσε μετά την έξοδο
από τον Παράδεισο, πώς ζούσε μέσα στον άδη και πώς ζή τώρα στον Παράδεισο.
Γνώρισα πολλούς αγιορείτες που ζούσαν όλες τις φάσεις της αδαμικής
ζωής, δηλαδή της προπτωτικής, της μεταπτωτικής, και της εσχατολογικής.
Το Άγιον Όρος είναι σε σμικρογραφία ολόκληρη η πνευματική αυτοβιογραφία
της ανθρωπότητας, με τις πτώσεις και τις αναστάσεις, την κοινωνικότητα
και την αναρχία, την ηθική και την ασκητική, την λογική και την υπερλογική,
τον βίο και την ζωή.
2. Ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς για το Άγιον Όρος
Από φοιτητής ασχολήθηκα ιδιαίτερα
με τον βίο και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και σε
αυτό οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη στον μακαριστό Καθηγητή μου Παναγιώτη
Χρήστου και τους τότε συνεργάτες του, γιατί μας άνοιξαν τα μάτια σε αυτή
την διδασκαλία που είναι η καρδιά της ορθόδοξης θεολογίας, αλλά
και του Αγίου Όρους, αλλά και μας συνέδεσαν με το Αγιώνυμο Όρος.
Στις περίφημες τριάδες του, το γνωστότερο
έργο του περί των ιερώς ησυχαζόντων, υπάρχει και μια θαυμάσια αναφορά
για το Άγιον Όρος. Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον όσιο
και ομολογητή Νικηφόρο γράφει: «Βίον αιρείται και ακριβέστερον,
δηλαδή τον μονήρη, τόπον δε προς κατοικίαν τον της αγιωσύνης επώνυμον,
εν μεθορίω κόσμου και των υπερκοσμίων (Άθως ούτός εστιν, η της αρετής
εστία), ενδιαιτάσθαι προθυμηθείς».
Από το χωρίο αυτό και τα όσα προηγούνται
και έπονται μπορούμε να σχολιάσουμε δύο σημεία.
Το πρώτον ότι ο Άθως είναι το επώνυμο
της αγιωσύνης, δηλαδή το Άγιον Όρος είναι ο αγιασμένος τόπος, αφού
είναι το μεθόριον μεταξύ του κόσμου και των υπερκοσμίων, η εστία
της αρετής. Είναι επώνυμος της αγιότητος, γιατί εκεί κατοικούν μοναχοί
που αγιάζονται. Άλλωστε, γνωρίζουμε από την ορθόδοξη θεολογία ότι
η Χάρη του Θεού από την ψυχή διαπορθμεύεται στο σώμα και από εκεί σε
ολόκληρη την κτίση. Τα πάντα αγιάζονται από την Χάρη του Θεού δια
του αγιασμένου ανθρώπου.
Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μεταξύ
του κόσμου και των υπερκοσμίων, αφού σε αυτό μένουν επίγειοι άγγελοι
και ουράνιοι άνθρωποι.
Είναι μεταξύ του κόσμου και του Παραδείσου,
στην πραγματικότητα είναι ο προθάλαμος, ο πρόναος της θείας Λειτουργίας,
που τελείται στον ουρανό, όπως την περιγράφει το βιβλίο της Αποκαλύψεως
του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Είναι εστία των αρετών, γιατί εκεί εξασκείται
η πρακτική φιλοσοφία, η άσκηση με την νηστεία, την αγρυπνία και
την προσευχή, που είναι η επίβαση της θεωρίας.
Το δεύτερον είναι ότι στο χωρίο αυτό
του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και σε όλη αυτήν την ενότητα καταγράφεται
σαφέστατα η διαφορά της θεολογίας και του τρόπου ζωής μεταξύ του οσίου
Νικηφόρου και του δυτικόφρονος Βαρλαάμ.
Ο Νικηφόρος ήλκε το γένος «εξ Ιταλών»,
κατέρριψε την κακοδοξία τους και προσεχώρησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία,
η οποία ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας.
Πήγε στο Άγιον Όρος, υποτάχθηκε
στους εγκρίτους των Πατέρων, δείχνοντας για πολύ χρόνο την ταπείνωσή
του, προσέλαβε από εκείνους την τέχνη της ειρήνης, δηλαδή την πείρα
της ησυχίας, και έγινε αρχηγός αυτών που αγωνίζονται με τον κόσμο
της διανοίας, δηλαδή τους λογισμούς και τις φαντασίες, και παλεύουν
με τα πνευματικά της πονηρίας, οπότε έγινε διδάσκαλος των μοναχών
στην ησυχαστική παράδοση.
Επειδή έβλεπε ότι πολλοί αρχάριοι
δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν ούτε μετρίως την αστάθεια του νού τους,
ο όσιος Νικηφόρος πρότεινε τον τρόπο με τον οποίον ήταν δυνατόν να
συστείλουν μετρίως «τό πολυπόρευτον και φαντασιώδες» του νού.
Σε άλλο σημείο ο άγιος Γρηγόριος ο
Παλαμάς, αναφερόμενος στον όσιο Νικηφόρο, γράφει ότι για πολύ καιρό
πέρασε «εν ηρεμία και ησυχία», έπειτα εισήλθε στα ερημικότερα
μέρη του Αγίου Όρους, και αφού συγκέντρωσε διάφορα πατερικά χωρία
«τήν νηπτικήν ημίν αυτών παρέδωκεν πράξιν».
Από τις αναφορές αυτές του αγίου
Γρηγορίου Παλαμά φαίνεται η μέθοδος της ευσεβείας και της ησυχαστικής
ζωής. Προηγείται η υπακοή στους πεπειραμένους Πατέρας, μέσα σε ζωή
υπακοής, ησυχίας και ηρεμίας, και ακολουθεί η παραλαβή της τέχνης
της ειρήνης των λογισμών. Μέ την ειδική αυτή τέχνη της νοεράς ησυχίας
οι μοναχοί συστέλλουν τον νού από τις φαντασίες και την διάχυσή του
στο περιβάλλον, και με τον τρόπο αυτόν νικούν τα πνεύματα της πονηρίας
και λαμβάνουν το στεφάνι της νίκης.
Αντίθετα, ο φιλόσοφος Βαρλαάμ, ενώ
ήλθε και εκείνος από την Ιταλία, εν τούτοις κράτησε την «κακοδοξία».
Και «ο φιλόσοφος ούτος την εαυτού φαντασιώδη
πολύνοιαν επαφήκεν, οίόν τι πύρ, τώ κωλύοντι καθάπερ ύλη χρησάμενον»
εναντίον του Νικηφόρου και της διδασκαλίας του. Δεν σεβάσθηκε την
ομολογία του και την εξορία του, δεν σεβάσθηκε εκείνους που εκπαιδεύθηκαν
από αυτόν στα θεία, δια των οποίων ο Θεός στόλισε και συνεκρότησε
την Εκκλησία Του.
Έτσι, ενώ ο όσιος Νικηφόρος ακολούθησε
την ησυχαστική μέθοδο, ο φιλόσοφος Βαρλαάμ στηρίχθηκε στην φιλοσοφία
και τον φαντασιώδη νού ενώ ο Νικηφόρος υποτάχθηκε στους Πατέρας,
παραλαμβάνει την τέχνη της ησυχίας και γεννά λαμπρούς μαθητάς, ο
Βαρλαάμ προσβάλλει και ατιμάζει τα συγγράμματα των αγίων και την μέθοδο
με την οποία ο άνθρωπος αποκτά την γνώση του Θεού. Δύο κόσμοι διάφοροι
μεταξύ τους, ο ένας κόσμος είναι της ορθόδοξης ζωής, ο άλλος κόσμος
είναι της ζωής της στοχαστικής και σχολαστικής.
Ο π. Μωϋσής στο τρίτομο έργο του περιγράφει
τους αγιορείτες Πατέρες του εικοστού αιώνος, οι οποίοι ακολούθησαν
την ζωή και την μέθοδο του οσίου Νικηφόρου και όχι του Βαρλαάμ. Και
αυτό είναι σημαντικό γιατί αυτήν την διαφορά μεταξύ των δύο αυτών
ανθρώπων την συναντάμε και σήμερα στην εκκλησιαστική μας ζωή. Υπάρχουν
μοναχοί και λαϊκοί που αγαπούν την ορθόδοξη ησυχαστική παράδοση
και άλλοι που ακολουθούν την βαρλααμική παράδοση, η οποία είναι
στην πραγματικότητα η σύγχρονη λεγόμενη μεταπατερική θεολογία.
Γι’ αυτό το έργο του π. Μωϋσή είναι
σημαντικό, αφού μας δείχνει το Άγιο Όρος ως το μεθόριο μεταξύ του κόσμου
και των υπερκοσμίων, ως εστία της αρετής και ως το επώνυμο της αγιότητος,
που συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων ασκητών της Εκκλησίας.
3. Το Άγιον
Όρος με τα μάτια του π. Μωϋσή
Τόν π. Μωϋσή τον γνώρισα στο Άγιον Όρος,
στην Μονή της Σίμωνος Πέτρας. Εκείνος μου είπε ότι με συνάντησε για
πρώτη φορά στο καράβι που πηγαίναμε στο Άγιον Όρος εγώ ήμουν Κληρικός
και εκείνος λαϊκός. Δεν θυμάμαι αυτήν την σκηνή ούτε και τον π. Μωϋσή.
Όμως ήμουν στην Ιερά Μονή Σιμωνόπετρας
το έτος 1979, όταν την επισκέφθηκε ο π. Παΐσιος για να μιλήση με τους
μοναχούς. Την εποχή εκείνη αναζητούσα τον π. Παΐσιο για να συζητήσω
μαζί του κάποιο θέμα και τον βρήκα στην Ιερά Μονή του οσίου Γρηγορίου.
Ανέβηκα μαζί του στην Σιμωνόπετρα
και επειδή δεν μπορούσε να με δη εκεί, με προσέλαβε στην συνοδεία
του, βαδίζοντας περίπου τέσσερεις ώρες για να πάμε στο Κελλί του, την
Παναγούδα, και να μιλήσουμε εκεί, όπου και διανυκτέρευσα και αξιώθηκα
να γίνω αυτήκοος μάρτυρας του τρόπου της νυκτερινής προσευχής του.
Στην Σιμωνόπετρα, λοιπόν, άκουσα
την διήγηση του π. Παϊσίου για τον πειρασμικό νυκτερινό επισκέπτη,
το «ταγκαλάκι» που ενόχλησε τον π. Παΐσιο, που κοιμόταν δίπλα από
το κελλί του π. Μωϋσή.
Έκτοτε ο π. Μωϋσής είχε πολλούς πειρασμούς
και όλους τους αντιμετωπίζει με θάρρος, υπομονή, σιωπή, ησυχία
και προσευχή. Μιλά και γράφει μέσα από πόνο και χαρά, με ποίηση και
λόγο, με επιχειρήματα σοβαρά και αποφατικά, πάντως, όμως, μέσα από
την μυστική ακρόαση του εσωτερικού σφυγμού του Αγίου Όρους. Αξιώθηκε
και αυτός να γνωρίση τον κτύπο της καρδιάς του Αγίου Όρους, την μυστική
και απόρρητη αγρυπνία του, το δυνατό του κρασί.
Δεν παραμένει στο εξωτερικό περίβλημα,
που μπορεί να είναι σaν το σκληρό καρύδι, αλλά εισέρχεται φιλάνθρωπα
στην ψύχα, τον καρπό, που τρώγεται ευχάριστα, θερμαίνει και ζωογονεί.
Ο λόγος του είναι ποιητικός και εκφαντικός,
βγαλμένος μέσα από τον δικό του πόνο, την μυστική του προσευχή, τον αλάλητο
στεναγμό, την αναζήτηση την καρδιακή, την αγωνία και την ησυχία
του νοσοκομείου, το άγγιγμα του θανάτου και την βίωση της αναστάσιμης
ζωής, την δεύτερη ζωή που του χάρισε ο Θεός με την συνέργεια των γιατρών,
αλλά και την άλλη ζωή της αιωνίου απαρχή.
Είναι μια μαρτυρία ζωντανή και ευεργετική.
Θαυμάζω την δραστηριότητά του, την κινητικότητά του, τον λόγο του
και την μαρτυρία του, τα πετάγματα και την ισορροπία του, την αρρενωπότητα
και την μητρικότητά του. Έτσι εξηγείται και η συγγραφή, που την εκλαμβάνει
ως ευλογία θεϊκή.
Στο τρίτομο αυτό έργο μου άρεσαν πολλές
εκφράσεις και χαρακτηρισμοί που δίνει σε διάφορους αγιορείτας που
βιογραφεί. Παραθέτω μερικούς από αυτούς:
«Εξασκών την νοεράν εργασίαν
και εσθίων της θείας αγάπης το μέλι, γενόμενος και εις άλλους ωφέλιμος».
«Η προσευχή τον ανέβαζε σε θείες θεωρίες».
«Ιερός βλαστός και ευώδης
ανθός… την ευωδία του ευφράνθησαν πολλοί».
«Δόθηκε μετά δακρύων
στην φίλη προσευχή». «Υπέταξε τον αντάρτη νού, την δέσποινα κοιλία
και απέκτησε χρηστοήθεια»
«Γέρασε μόνος και δεν είχε καμιά βοήθεια».
«Ήλθε στο Άγιον Όρος στην περιβότητη Χερσόνησο των αγίων.
Η τριετής φοίτησή του στο αθωνικό
φροντιστήριο της οσιότητος… του έδωσε ισχυρή δύναμη, για ν’ αρχίσει
ιεραποστολικό έργο» «Τίς ασθένειες του σώματος θεωρούσε υγεία
της ψυχής και πηγή ταπεινώσεως» «Ένα σπάνιο ευώδες άνθος του Περιβολιού
της Παναγίας.
Επί 70 έτη μούντζωνε την κοσμική ματαιότητα, κάθε
ανθρώπινη παρηγοριά» «Άδολος, απλός, ευθύς, πράος, υπάκουος, ακτήμων,
σπάνιος αγωνιστής, ευλαβέστατος, ειλικρινής, απονήρευτος» «Εκούσια
και ακούσιος πείνα, φτώχεια, στέρηση, κακουχία, και ταλαιπωρία. Πυκνές
ασθένειες και πολλοί πειρασμοί τον κούρασαν αλλά δεν τον απογοήτευσαν.
Τα δεχόταν όλα ως από Θεού» «Υπήρξε
ασκητικός και βιαστής στην καλογηρική του». «Οι ένθεες αρετές στόλιζαν
την αγνή του καρδιά…. Το νού του είχε μόνιμα στραμμένο στα ουράνια. Είχε
χάρη το προσωπό του. Γαλήνευε κανείς μόνο που τον έβλεπε. Είχε παιδική
ψυχή, απλότητα, ακακία, αγαθότηττα. Την αρετή του την έκρυβε επισταμένως.
«Ζεί απλά, λιτά, καλογερικά, αναπτύσσοντας την αρετή της φιλοξενίας».
«Έως της κοιμήσεώς του διατήρησε ακμαία τη φιλοθεΐα, τη φιλαγιότητα,
το φιλάρετο, το φιλάδελφο, φιλάρετο και φιλοαθωνικό πνεύμα».
Πρίν τελειώσω αυτήν την σύντομη εισήγησή
μου δεν μπορώ να αγνοήσω την άποψη του π. Μωϋσή για το Άγιον Όρος, όπως
την διατύπωσε με ποιητικό τρόπο.
«Καράβι που ταξιδεύει το Άγιον Όρος
με κατάρτι τον Άθωνα, σημαία την Μεταμόρφωση κι άγκυρα την Παναγία,
στ’ αμπάρια κουβαλάει νάμα, μέλι, κερί και λιβάνι για τους πεινασμένους
του νάρθηκα, για τους λαβωμένους των στασιδιών».
Καράβι είναι το Άγιον Όρος σaν την Εκκλησία
–ναύς– που πλέει μέσα στην νεκρά θάλασσα του βίου τούτου, για να αποβιβάση
τους επιβάτες του στο εύδιο λιμάνι, την θεωρία του Θεού. Αυτό το ζωντανό
και ζωηφόρο καράβι δέχεται πολλούς πειρασμούς, από πειρατές και
διαφόρους εσμούς, από κύματα και ονειδισμούς, βράχια και πάθια και όμως
αυτό πορεύεται για να ελλιμενισθή στον προορισμό του, στο πέρας του
μυστηρίου.
Κατάρτι του είναι ο περιώνυμος Άθως,
τον οποίο στολίζει το αγιορείτικο Θαβώρ, που κρύβει μεταμορφωμένους
αγιορείτας, φανερούς και αφανείς, γνωστούς και αγνώστους, θεατούς
και αθεάτους, ενδεδυμένους και γυμνούς.
Άγκυρα είναι η Παναγιά, η άγκυρα
της πίστεως και της ελπίδας, τα μητρόθεα σπλάχνα που αγκαλιάζουν όλον
τον κόσμο, που παραμένει σιωπηλή και εύλαλη μητέρα, η οποία αγαπά
όλους τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως όσους γίνονται πνευματικές μητέρες
του Υιού της.
Στά αμπάρια του αυτό το ευλογημένο
καράβι, ως πολύτιμους θησαυρούς δεν κουβαλάει απλώς τους καρπούς
της αρχιτεκτονικής, της αγιογραφίας, της παλαιογραφίας, αλλά ό,τι
πιο ταπεινό, φτωχό και γλυκό διαθέτει η Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι
πέρα από τα αποκυήματα της φαντασίας, τους στοχασμούς και τους ευσεβισμούς.
Είναι το νάμα, που γλυκαίνει και τρελλαίνει το μέλι, που γίνεται από
τις μέλισσες της ησυχίας και προσφέρεται γι’ αυτούς που αγαπούν τα
γλυκέα τώ λάρυγγι, τα άρρητα ή και ρητά ρήματα το κερί, που φωτίζει
κενωτικά και παρηγορεί ιλαρά, όπως ιλαρό είναι το Φως του κόσμου
το λιβάνι, που ευωδιάζει ουρανό και ανεβαίνει ως οσμή ευωδίας θανάτου
και ζωής, ευλογημένης θανατοζωής.
Και τους θησαυρούς αυτούς τους φυλάει
κρυφά, μυστικά για να τους δώση με απλοχεριά σ’ αυτούς που το αγαπούν
και την μυστική φωνή του ακούν, σε όσους έχουν πονέσει εσχατολογικά
και έχουν πληγωθή βαθειά, σ’ αυτούς που κάθονται στον Νάρθηκα και πεινούν
για άλλη δικαιοσύνη και πονούν από τις πληγές που κανένα Νοσοκομείο
δεν θεραπεύει και κανένας δεν μπορεί να ακουμπήση παρά μόνον ο αιώνιος
γιατρός που αγγίζει τρυφερά.
Το Άγιον Όρος είναι τόπος λόγου και
σιωπής, μυστηρίου και φανέρωσης, άσκησης και θεοπτίας, ανθρωπιάς
και θεϊκής φοράς, παρελθόντος και εσχάτου.
Όλο το Άγιον Όρος βρίσκεται μέσα
στην καρδιά του και το καταλαβαίνει αυτός που ακούει τον μυστικό κτύπο
της, που λέγει ακατάπαυστα την ευχή, την ουράνια ωδή. Το εξωτερικό
πλησίασμα του Αγίου Όρους είναι οι λαμπρές ακολουθίες του, αλλά το
εσωτερικό του άγγιγμα είναι τα τερριρέμ, όχι της ψαλτικής, αλλά
της ζωής της καρδιακής. Άν μπορούσε κανείς να πλησιάση την καρδιά ενός
Αθωνίτου μοναχού, που κάθεται στο στασίδι του σε στάση ύπνου και ξύπνιου,
όταν ψάλλονται τα τερριρέμ, αυτός μπορεί να δη τί είναι το Άγιον Όρος.
Έτσι το διάβασα και αυτήν την αίσθηση
διέκρινα. Αυτό είναι το Άγιον Όρος. Όποιος γνώρισε κάποιο άλλο Άγιον
Όρος, έχει σφαλερή αίσθηση και γνώμη που προσφέρεται για ταχύτατη
αναθεώρηση, για να προσεγγίση κάποιον ζωηφόρο ερημίτη. Το Άγιον
Όρος είναι γεμάτο από πνεύμα και ζωή, αγάπη και θαλπωρή, κομποσχοίνι
και προσευχή, αναμονή και προσμονή, όνειρο και κραυγή, λάδι και κρασί,
ώσμωση καταπληκτική και αιώνια ευλογητή.
Για να μιλήσης για το Άγιον Όρος πρέπει
να είσαι καρδιακός αναζητητής, νηφάλια μεθυσμένος και οινοχόος
καλός, πονεμένος εραστής και ευαίσθητος ποιητής, όπως είναι ο π.
Μωϋσής.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)